Γίνεται αμέσως φανερό ότι ο Βασίλης Παπαβασιλείου βρήκε ποιότητες σε αυτό το άγνωστο ως τώρα έργο του Γάλλου συγγραφέα, ο οποίος προχώρησε το φαρσικό είδος λίγο παραπέρα, αναδεικνύοντας τη δύναμη του ρεαλισμού και της κοινωνικής παρατήρησης. Οι "Δύο χέστηδες" δεν αποτελούν ένα από τα συνθετότερα έργα του, είναι όμως διασκεδαστικό, κάτι που για το σκηνοθέτη δεν είναι καθόλου αμελητέο χαρακτηριστικό. Αυτή την ψυχαγωγική διάσταση φρόντισε να αναδείξει, με μια παράσταση κεντημένη σαν κομψοτέχνημα.
Η υπόθεση είναι απλή και αφορά το μέλλον της Καικίλιας, μιας δεκαοχτάχρονης κοπέλας που ο πατέρας της, Τιμποντιέ, σχεδιάζει να την παντρέψει με έναν γελοίο τύπο, τον Γκαραντού, μόνο και μόνο επειδή δεν τόλμησε να αρνηθεί την πρότασή του. Η Καικίλια όμως αγαπάει τον Φρεμισέν, έναν δικηγόρο επίσης ερωτευμένο μαζί της, όμως υπερβολικά δειλό για να τη ζητήσει σε γάμο. Η Καικίλια, γυναίκα με περισσότερο τσαγανό και αποφασιστικότητα από τους άνδρες που την περιβάλλουν, θα κάνει ό,τι μπορεί για να απαλλαχθεί από τον ανεπιθύμητο αρραβωνιαστικό και να καταλήξει με τον εκλεκτό της καρδιάς της.
Η παράσταση παίζει με αυτό το κωμικό σχήμα και ποντάρει ακόμη περισσότερο στα προφανή χαρακτηριστικά του: δεν παριστάνει ότι είναι κάτι "σπουδαιότερο". Τα πάντα επί σκηνής είναι απλά αλλά έντονα σκιτσαρισμένα: το σκηνικό αποτελείται από παραβάν που δημιουργούν ένα λαβύρινθο, επιτρέποντας ξαφνικές εισόδους και εξόδους, καθώς και παιχνίδια με το φως και τη σκιά, ενώ η λευκή μονοχρωμία σπάει ωραία από τις κατακόκκινες παπαρούνες· τα "κουκλίστικα" κοστούμια υπηρετούν την αισθητική του 19ου αι., με νότες κωμικής υπερβολής σε σημεία, ενώ οι αστείες περούκες μεγεθύνουν την κωμικότητα των προσώπων – υπέροχη η δουλειά του Άγγελου Μέντη. Φυσικά, η ίδια γραμμή ακολουθείται στην ανάγνωση των χαρακτήρων κι έτσι μια ελαφράδα και μια αίσθηση παιδικότητας διαπερνάει τις ερμηνείες και συνολικά την παράσταση.
Καθώς τα πρόσωπα δεν έχουν ιδιαίτερο ψυχολογικό υπόβαθρο, οι ηθοποιοί στοχεύουν στη δημιουργία μιας διασκεδαστικής δισδιάστατης απόδοσης των ρόλων και σε σημεία θυμίζουν μαριονέτες ή ζωντανές κούκλες. Ο Γιώργος Γλάστρας είναι απολαυστικός ως Φερμισέν, καθώς παίζει με το μοτίβο του τρέμουλου που του προκαλεί η δειλία, ενώ ο πολύ καλός Θέμης Πάνου μεταφέρει τη συμπεριφορά του Τιμποντιέ με εσωτερικότερο τρόπο, εστιάζοντας στην κωμική δύναμη του κειμένου (συνολικά εύστοχη η μετάφραση που υπογράφει ο σκηνοθέτης). Ο Αλέξανδρος Χρυσανθόπουλος αποδίδει με την πρέπουσα υπερβολή τον γελοίο και αντιπαθή ρόλο του Γκαραντού, ενώ η Σμαράγδα Κάκκινου προσθέτει στο ρόλο της οικονόμου επιπλέον κωμική λειτουργία. Η Κλέλια Ανδριολάτου δίνει στην Καικίλια μια σωστά μετρημένη ερμηνεία με έντονη σωματικότητα και φυσιογνωμικές εκφράσεις. Τα εμβόλιμα τραγούδια πάνω στην ωραία μουσική του Άγγελου Τριανταφύλλου φέρνουν ακόμη περισσότερο αυτό το ίσως απλοϊκό έργο στο σήμερα.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι δύο χέστηδες
Το μέλλον της Καικίλια κρέμεται από δύο…χέστηδες. Από τη μια ο πατέρας της Τιμποντιέ, που δεν μπορεί ποτέ να πει όχι κι έτσι δεν τολμά να αρνηθεί το χέρι της σε έναν αλαζόνα και δόλιο προικοθήρα, τον Γκαραντού. Από την άλλη, ο αγαπημένος της Φρεμισέν που είναι τόσο ντροπαλός που δεν τολμά να της κάνει πρόταση γάμου. «Μα τι θα απογίνει αυτό το κορίτσι;» αναρωτιέται ακόμα και η υπηρέτρια Αννέτα. Πώς θα καταφέρει να παντρευτεί τον άντρα που αγαπά; Ευτυχώς χάρη στην αποφασιστικότητά της, αλλά και χάρη σε μια ανατροπή της μοίρας που αποκαλύπτει ότι ο προικοθήρας είναι ένας βίαιος άνθρωπος που είχε φυλακιστεί επειδή χτύπησε την πρώτη του γυναίκα, η Καικίλια θα πάρει την κατάσταση -αλλά και τον εαυτό της- στα χέρια της…