Φαίνεται πως έχουμε αφήσει πίσω μας την εποχή κατά την οποία τα έργα του Λόρκα αντιμετωπίζονταν ως ηθογραφικά/αγροτικά δράματα και όλο και περισσότερες αναγνώσεις εστιάζουν στον πυρήνα του σπουδαίου Ισπανού δραματουργού. Έτσι και η παράσταση του τελευταίου ολοκληρωμένου έργου του συγγραφέα από τη Μαρία Πρωτόπαππα αρθρώνει –αν και άνισα και όχι απολύτως ολοκληρωμένα– το δικό της σχόλιο πάνω στο πατριαρχικό πλαίσιο εντός του οποίου εκτυλίσσεται η ιστορία. Κυριότερη έκφραση της οπτικής της, φανερή πριν τη θέαση της παράστασης, αποτελεί η επιλογή άντρα ηθοποιού για το ρόλο της αυταρχικής χήρας, η οποία καταδικάζει τις κόρες της σε πολυετή εγκλεισμό προκειμένου να πενθήσουν τον πατέρα τους. Η Μπερνάρντα μπορεί πράγματι να ιδωθεί ως μια γυναίκα που έχει εσωτερικεύσει τους "νόμους" της πατριαρχίας και άρα η σκηνοθετική επιλογή είναι εύστοχη, όμως η ερμηνεία του Χρήστου Στέργιογλου μένει κυρίως στο εξωτερικό σχήμα αυτής της αυταρχικής και υπεροπτικής γυναίκας.
Από εκεί και πέρα –και παρά το γεγονός ότι αρχικά η ιστορία δίνεται κάπως αποσπασματικά– η σκηνοθέτρια πλάθει ένα ενδιαφέρον σύμπαν επί σκηνής. Η εικαστικότητα και η αφαίρεση, οι θρησκευτικές αναφορές (μερικές από αυτές είναι το σκηνικό που παραπέμπει σε μοναστηριακό τραπέζι και οι εμβόλιμοι καθολικοί ύμνοι), οι τελετουργικές πολυφωνίες και δράσεις, που κάνουν τις γυναίκες/κόρες της Μπερνάρντα να συνιστούν ένα είδος "Χορού", οι αμυδρές πολιτικές αναφορές χαρακτηρίζουν τη δουλειά της. Το ανδρικό στοιχείο, που ήδη από το πρωτότυπο είναι πανταχού παρόν παρόλο που δεν εμφανίζεται στιγμή, είτε ως πόθος είτε ως φόβος και τρόμος, στην παράσταση μεταφέρεται και στην ανδρόγυνη εμφάνιση των γυναικών: ο κόσμος της Πρωτόπαππα είναι ένας κόσμος ντυμένος με μαύρα ανδρικά κοστούμια, που καταπνίγουν τη θηλυκότητά τους, ενώ τα λευκά μεσοφόρια από κάτω προσφέρουν ένα πολλαπλό παιχνίδι αναφοράς στην αγνότητα, στο κέντημα ("βελόνα για τα θηλυκά, μαστίγια για τ’ αρσενικά: έτσι κάνει η καθεστηκυία τάξη", κατά την Μπερνάρντα) αλλά και στο σάβανο του θανάτου (σκηνικά-κοστούμια: Εύα Νάθενα, φωτισμοί: Βαλεντίνα Ταμιωλάκη).
Η σκηνοθετική καθοδήγηση ωθεί τους ηθοποιούς (Ευγενία Αποστόλου, Δημήτρης Μαργαρίτης, Ελένη Σπετσιώτη, Κατερίνα Φωτιάδη) σε μια μεταιχμιακή υποκριτική, που πότε φλερτάρει με το αρχετυπικό, αποστασιοποιημένο παίξιμο και πότε εκδηλώνεται με συναισθηματικές εξάρσεις που ξενίζουν. Σε χαρακτηριστικό, ειρωνικό ανά σημεία, ύφος η ερμηνεία της έμπιστης οικονόμου της Μπερνάρντα από την Άννα Καλαϊτζίδου, που λειτουργεί και σαν "κριτική" απέναντι στο ρόλο της χήρας, ενώ η Χριστίνα Χειλά-Φαμέλη στο ρόλο της μικρότερης Αδέλα, που ποθεί την ελευθερία της και παραδίδεται στον παράνομο έρωτα του Πέπε, ξεχωρίζει με τη φλογισμένη ερμηνεία της. Η μουσική του Φώτη Σιώτα έχει ισπανικό "φολκλορικό" ηχόχρωμα, θυμίζοντας την καταγωγή του έργου, αλλά απομακρύνεται κάπως από το υπόλοιπο πλαίσιο της παράστασης.
Περισσότερες πληροφορίες
Το σπίτι της Μπερνάρντα Άλμπα (Το σώμα όπου ανατέλλει η αντοχή)
Μια αυταρχική χήρα, μετά τον θάνατο του δεύτερου συζύγου της, επιβάλλει στις πέντε κόρες της 8 χρόνια πένθους και εγκλεισμού. Εκείνες απεγνωσμένα αντιδρούν, η κάθε μια με τον δικό της τρόπο, και με την αφορμή ενός νέου άντρα, ο οποίος για άλλην είναι εραστής, για άλλην μνηστήρας, για άλλην φαντασίωση, η ανάγκη για ζωή φουσκώνει, εκρήγνυται και ο θάνατος ξαναχτυπάει το σπίτι για να το πνίξει σε δεύτερο κύμα πένθους. Ο Λόρκα, παρότι «προνομιούχος» ταξικά, δυσανασχετεί με την φτώχεια, την πείνα, την κοινωνική αδικία, την πολιτική αστάθεια και τα παρελκόμενά της. Με το ιδιαίτερο βλέμμα του οδηγεί τους θεατές σε μια γωνιά του κόσμου, σε μια άγονη γη, μια άνυδρη άκρη του, όπου τοποθετεί τον μεγεθυντικό και ποιητικό του φακό πάνω από ένα «Σπίτι», έναν συμβολικό τόπο, όπου μέσα του βράζει κυριολεκτικά η κλεμμένη ελευθερία και αξιοπρέπεια των γυναικών της γειτονιάς του, και όχι μόνο, της εποχής του, και όχι μόνο, νιώθοντας ο ίδιος φρίκη για τον τρόπο αντιμετώπισης τους.