Ο Ιταλός συγγραφέας έγραψε τα "Τελευταία φεγγάρια" το 1993, σε ηλικία πενήντα χρονών περίπου – ίσως καθώς βρισκόταν στο μεταίχμιο μεταξύ νιότης και γήρατος. Ήρωας του έργου είναι ένας ογδοντάχρονος συνταξιούχος καθηγητής και θέμα του η εγκατάστασή του σε γηροκομείο, καθώς έχει επιλέξει (;) να αφήσει το σπίτι της οικογένειας του γιου του. Το γήρας, ως φυσική φθορά και όσα αυτή συνεπάγεται, απασχολεί τον συγγραφέα, ο οποίος ρίχνει με τρυφερότητα το βλέμμα του στους απόμαχους της ζωής, που μπορούν κυρίως να αναπολούν το παρελθόν, να ζουν όσο μπορούν το παρόν και να προσβλέπουν ελάχιστα στο μέλλον. Τοποθετεί τον ήρωά του σε ένα παιδικό περιβάλλον, στο δωμάτιο του εγγονού του, φέρνοντας έτσι σε αντίστιξη δύο εκ διαμέτρου διαφορετικές περιόδους από τη ζωή του ανθρώπου˙ επιπλέον, το "φάντασμα" της πεθαμένης γυναίκας του συμπληρώνει το δραματουργικό πλαίσιο της συνδιαλλαγής ζωής και θανάτου, ενώ το γεγονός πως αυτή πέθανε νέα, πριν συμπληρώσει τα 50 της χρόνια, αιχμαλωτίζει το χρόνο σε μια στιγμή όπου η νεότητα και ο θάνατος συνυπάρχουν.
Το βάρος πέφτει σε αυτόν τον ογδοντάχρονο άνδρα, καθώς ο συγγραφέας επιχειρεί να αποκωδικοποιήσει το χαρακτήρα του και τον παρουσιάζει ειλικρινή –μέχρι παρεξηγήσεως, ίσως–, χάρη στη σοφία του χρόνου, αλλά και ξεροκέφαλο, περήφανο, δύστροπο λόγω του βάρους του χρόνου. Σε αυτόν ρίχνει την προσοχή της και η σκηνοθεσία της Ρέινας Εσκενάζυ, που εμπιστεύεται το ρόλο στον πολύπειρο Στέφανο Κυριακίδη, ο οποίος πατάει με σιγουριά στη σκηνή και αποκαλύπτει με διαύγεια τα τρωτά και τα δυνατά σημεία του χαρακτήρα του. Είναι αυτός, επίσης, που θα επιφορτιστεί και ολόκληρο το δεύτερο μέρος της παράστασης, που αποτελεί στην ουσία ένα μονόλογο: Ο ήρωας βρίσκεται πια στο γηροκομείο και από εκεί πραγματοποιεί ακόμη μια κατάβαση στον ψυχισμό του και στην ψυχολογία ενός ηλικιωμένου ανθρώπου. "Στο γηροκομείο είναι σαν να βρίσκεσαι στα χαρακώματα ενός πολέμου", λέει χαρακτηριστικά σε μια στιγμή. "Κανείς δεν θέλει να είναι εδώ, μπορεί καν να μη συμπαθεί τον διπλανό του, όμως τον νιώθει σύντροφο και δεν θέλει να τον εγκαταλείψει. Αυτό θα λογιζόταν ως προδοσία".
Το έργο είναι ανθρώπινο και τρυφερό και φέρνει στο προσκήνιο καταστάσεις που προτιμάμε να απωθούμε, όμως η μεταχείριση αποδεικνύεται λιγότερο ενδιαφέρουσα από τη θεματολογία του. Έτσι, καθώς η ιστορία δεν εξελίσσεται ιδιαίτερα, αυτή η στασιμότητα στοιχίζει. Πάντως, δίπλα στον Στέφανο Κυριακίδη, η Άντζελα Γκερέκου λειτουργεί όπως πρέπει ως η παρούσα-απούσα σύζυγός του, ενώ και ο Δημήτρης Λιακόπουλος ερμηνεύει ωραία τον αμφίσημο ρόλο του γιου, που δείχνει να τον ενώνει με τον πατέρα του μια σχέση μεταξύ αντιπαλότητας και αγάπης. Η μουσική της Ελντίνας Παπαναστασίου υπογραμμίζει το συναίσθημα των δραματικών καταστάσεων, όπως και οι μελαγχολικοί φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα τελευταία φεγγάρια
Ένας ηλικιωμένος καθηγητής μέσα σε ένα δωμάτιο φτιάχνει την βαλίτσα του για τελευταία φορά. Στους τοίχους κολλημένα αυτοκόλλητα με ήρωες του Ντίσνεϊ. Στο πάτωμα ένα άλμπουμ με φωτογραφίες και διάσπαρτα κόμικς. Στο πικ-απ οι μουσικές νότες του Μπαχ. Ετοιμάζεται να εγκαταλείψει το σπίτι του γιου του ο οποίος τον φιλοξενούσε -την τελευταία του οικογένεια- για να περάσει την υπόλοιπη ζωή του σ’ έναν οίκο ευγηρίας. Αναπολώντας μνήμες και λόγια που ειπώθηκαν ή και όχι, πεισματάρης σαν μικρό παιδί, μοιράζεται με συγκίνηση αλλά και χιούμορ τα αληθινά του συναισθήματα μόνο με το φάντασμα της γυναίκας του και φυσικά με τον θεατή.