Aν και το κείμενο που ακούγεται είναι του Σαίξπηρ και υπάρχουν ελάχιστες νέες προσθήκες, η παράσταση του Γιάννη Χουβαρδά μπορεί να κριθεί (μόνο) ως μια μεταγραφή του πρωτοτύπου. Η συνθήκη όπου τοποθετεί τη δράση σχεδόν μεταβάλλει το έργο, κυρίως επειδή εστιάζει σε ένα από τα δύο βασικά επίπεδά του. Η ιστορία του βασιλιά που μοιράζει το βασίλειό του στις δύο κόρες του, παραλείποντας την τρίτη, καθώς δεν επέδειξε προς το πρόσωπό του την κολακεία που αυτός επιζητά, αποτυπώθηκε στη δημιουργία ενός τοξικότατου κόσμου, όπου κυριαρχεί η μοχθηρία και η κακία. Καθώς αυτό το πλημμυρισμένο από αρνητικούς ήρωες σύμπαν είναι δομικό συστατικό του σαιξπηρικού έργου, ο Χουβαρδάς εκμεταλλεύτηκε την ευκαιρία να εκθέσει επί σκηνής το αποκρουστικό πρόσωπό του. Με τη βοήθεια που του προσέφερε και η ενδυματολογική αισθητική (Ιωάννα Τσάμη), συστήνει ένα σκληρό περιβάλλον όπου δρα κάποια εγκληματική οργάνωση, όπου τα πάντα πωλούνται και αγοράζονται, η ζωή είναι φτηνή, η αγάπη είναι επίσης προϊόν συναλλαγής και όπου ακόμη και η άδολη πατρική αγάπη παίρνει μια βρόμικη, αιμομικτική χροιά.
Στον κατά Χουβαρδά κόσμο όπου το κακό θριαμβεύει, τα πρόσωπα δείχνουν μονοδιάστατα, καθώς αποτυπώνονται αρχικά σε ανάλογα σχηματικές ερμηνείες, που σταδιακά όμως κερδίζουν μια πειστικότητα. Κεντρικό εργαλείο της σκηνοθεσίας είναι η ζωντανή, παράλληλη κινηματογράφηση, ενώ η σκηνή του Τσίλλερ ανοίγει σε μήκος και σε βάθος (σκηνικά: Εύα Μανιδάκη), επιλογή που καθορίζει την παράσταση και προσδίδει το θετικότερο πρόσημό της: οι δράσεις, τα λόγια, οι σκέψεις των προσώπων μεγεθύνονται ενώπιον των θεατών, σε μια πολύ ενδιαφέρουσα ζωντανή συνθήκη.
Υπάρχει όμως κι ένα δεύτερο επίπεδο στο έργο, μεγάλο στοίχημα ούτως ή άλλως για κάθε σύγχρονη παράσταση, και είναι όλη η συνομιλία του Σαίξπηρ με τη φύση όπως και με το μοτίβο της τρέλας, αμφότερα σημαντικά στοιχεία: η πτώση ενός ηγεμόνα και ο "εξανθρωπισμός" του, αφότου έχει έρθει σε επαφή με τα στοιχεία και τα στοιχειά της φύσης και έχει αγγίξει την τρέλα, στην παράσταση σχεδόν ακυρώνεται, όπως και ο ρόλος του Τρελού (Μίνως Θεοχάρης), που λειτουργεί απλώς ως μια εκκεντρική παρουσία. Σε αυτό το πλαίσιο, κάποιοι ηθοποιοί εγκλωβίζονται, ειδικά στο πρώτο μέρος, σε σχηματικές ερμηνείες κι έτσι η συναισθηματική επίδραση του έργου –σε σημεία ακόμη και η πρόσληψη της ιστορίας– ζημιώνεται. Όλοι πάντως ανταποκρίνονται πολύ καλά στην πολυεπίπεδη κατασκευή που έχει στήσει ο σκηνοθέτης και προϋποθέτει να ερμηνεύουν τόσο για το κοινό όσο και για την κάμερα. Πολύ καλές οι τρεις κόρες (Αλεξία Καλτσίκη, Ανθή Ευστρατιάδου, Ιωάννα Κολλιοπούλου), ο Αργύρης Ξάφης (Έντγκαρ), ο Γιάννης Νταλιάνης (Κεντ). Στο ρόλο του Ληρ, ο Λεωνίδας Κακούρης φέρει στη σωματική του παρουσία την αλαζονική δύναμη ενός ηγεμόνα, όμως αποδεικνύεται ασθενέστερος στην απόδοση των εσωτερικότερων στιγμών αυτού του πρωταγωνιστικού προσώπου.
Από 13/1 ο Λεωνίδας Κακούρης αντικαθίσταται από τον Γιάννη Νταλιάνη.
Περισσότερες πληροφορίες
Βασιλιάς Ληρ
Το έργο ακολουθεί το ταξίδι του Ληρ προς το σκοτάδι, την εσωτερική ερημιά και την τρέλα,μετά την απόφασή του να αποσυρθεί από την ενεργό δράση και να μοιράσει την επικράτειά του στις τρεις κόρες του. Η τραγωδία που θα ξετυλιχτεί δεν θα αφήσει αλώβητο κανέναν από τους ήρωες. Γραμμένο το 1608, το πιο σκοτεινό έργο της σαιξπηρικής δραματουργίας πραγματεύεται μεταξύ άλλων το ζήτημα της εξουσίας και της φθοράς που επιφέρει η απώλειά της και την πολυπλοκότητα των οικογενειακών σχέσεων. Με πολύτιμο αρωγό μια πολυεπίπεδη σκηνογραφία που επεκτείνεται ως τα έγκατα του κτιρίου Τσίλλερ και εγκολπώνει την τέχνη του κινηματογράφου με εκτεταμένη χρήση live video, ο σκηνοθέτης μάς παρασύρει σε μια καταβύθιση στον εγκέφαλο του Ληρ, ενός άντρα που παρέδωσε επιπόλαια την πρωτοκαθεδρία του, ενός παιδιού που ψάχνει μάταια να επανενωθεί με τη μητέρα, του σκληροτράχηλου πατριάρχη – θεματοφύλακα ενός άκαμπτου κώδικα που δεν διαφέρει από εκείνον μιας εγκληματικής οργάνωσης.