Ο Γιώργος Νανούρης φαίνεται ότι, με τον "Συρανό", αναμετρήθηκε με ένα μεγάλο, και ίσως νέο γι’ αυτόν, στοίχημα. Κι αυτό επειδή, ενώ η παράσταση διατηρεί τα χαρακτηριστικά των "χειροποίητων" προηγούμενων δουλειών του, είναι την ίδια στιγμή και ένα είδος υπερθεάματος. Μάλιστα, ίσως τα στοιχήματα να είναι περισσότερα του ενός, καθώς εδώ ο Νανούρης επιλέγει ένα εκτενές έμμετρο κείμενο του 19ου αι., και επί σκηνής αποδεικνύει πως πίστεψε πολύ στην αξία αυτού του θεάτρου λόγου, ποίησης και μεγάλων παθών. Δεν φοβήθηκε την κυριαρχία του λόγου, έτσι όπως προβάλλεται μέσα από τους εκτενείς μονολόγους και τον έμμετρο στίχο, αλλά του έδωσε χώρο και χρόνο, ίσως και σε πείσμα της ταχύτητας της δικής μας εποχής: η δράση εκτυλίσσεται χωρίς καμία βιασύνη κι ο λόγος εκφέρεται καθαρά και έρχεται στο προσκήνιο (πολύτιμη η συμβολή της εξαίσιας μετάφρασης του Στρατή Πασχάλη)· εξάλλου έχουμε να κάνουμε με ένα έργο που τροφοδοτείται από την ευγλωττία του κεντρικού ήρωα.
Αυτό το ρομαντικό δράμα, όπου ο ερωτευμένος άνδρας με τη μεγάλη μύτη δανείζει τα παθιασμένα λόγια της αγάπης του για τη Ρωξάνη στον όμορφο αλλά άξεστο Κριστιάν για να τον βοηθήσει να κερδίσει την αγάπη της, ανέβηκε σε μια παράσταση-γιορτή της θεατρικότητας, ως ένα "υπερθέαμα" φτιαγμένο με λίγα μέσα, που στηρίζεται στις εκφραστικές ικανότητες των ηθοποιών. Σε μια άδεια σκηνή, με λίγα καθίσματα θεάτρου ως σκηνικά αντικείμενα κι έναν χαριτωμένο δισδιάστατο Πύργο του Άιφελ στο φόντο, η σκηνοθεσία κατέφυγε σε δεκάδες θεατρικούς κώδικες, από τον βωβό κινηματογράφο (με την κυριαρχία των γκαγκ και των ηχητικών εφέ), το καμπαρέ, το μη ρεαλιστικό θέατρο (με το σπάσιμο της σύμβασης) και κυρίως το σωματικό θέατρο, έχοντας ως ισότιμη συμπρωταγωνίστρια τη μουσική του Βάιου Πράπα, που επίσης αντλεί από πολλά είδη (ραπ, δημοτικό τραγούδι κ.ά.) και, καθώς εκτελείται ζωντανά, συνομιλεί με τους ηθοποιούς και συμπληρώνει τη σκηνική δράση.
Τέσσερις ηθοποιοί ερμηνεύουν τα βασικά πρόσωπα: τον Συρανό ο ακάματος και άκρως "πλαστικός" Μιχάλης Σαράντης, που επιβάλλεται σαν χαμαιλέων, όντας μαζί σόουμαν, περφόρμερ και ρόλος, τον Κριστιάν ο Ιάσονας Παπαματθαίου, τον Κόμη Ντε Γκις ο Νικόλας Χανακούλας (απολαυστικοί και οι δύο) και τη Ρωξάνη η –κάπως βαρύθυμη στο ρόλο– Λένα Παπαληγούρα. Οι Κωνσταντίνος Γιουρνάς, Κωνσταντίνος Γεωργαλής, Χρήστος Πούλος Ρένεσης και Γιώργος Φασουλάς μεταμορφώνονται απολαυστικά, ερμηνεύοντας πολλαπλούς ρόλους. Το αποτέλεσμα είναι ευφρόσυνο, παντρεύει επιδέξια την κωμικότητα με το συναίσθημα, είναι σύγχρονο και γεμάτο ενέργεια και καθιστά την παράσταση θελκτική και για ένα νεανικό κοινό, κατάλληλη και για εφήβους. Συνολικά υπάρχει μεγάλο πάθος, ίσως όμως και κάποιος υπερβάλλων ζήλος, καθώς στην επιθυμία του να αποδώσει το έργο σε μια σύγχρονη, καθόλου "φιλολογική" παράσταση, ο Νανούρης οδηγείται σε σκηνοθετική φλυαρία: δεν υπάρχει σκηνή ή ο παραμικρός στίχος που να μην τονίζεται με σκηνικές δράσεις, κι έτσι η δραματική οικονομία ζημιώνεται.
Περισσότερες πληροφορίες
Συρανό
Πρόκειται για μία ιστορία που διαδραματίζεται στο Παρίσι του 17ου αιώνα, με πρωταγωνιστή έναν δεινό πολεμιστή, τον Συρανό. Ο Συρανό λόγω ενός εξωτερικού του χαρακτηριστικού (της μεγάλης μύτης του) δεν τα πήγαινε πολύ καλά στον τομέα του έρωτα. Συγκεκριμένα, ήταν η Ρωξάνη εκείνη από την οποία δεν είχε ανταπόκριση, καθώς, μάλιστα, αυτή αγαπούσε έναν άλλο άντρα, τον Κριστιάν. Ο τελευταίος, όμως, επειδή δεν διέθετε ευγλωττία και πνευματικό βάθος, ζήτησε από τον Συρανό να «γίνει η φωνή του» μέσα από ερωτικές επιστολές που θα είχαν την υπογραφή του ίδιου αλλά θα ήταν γραμμένες στην πραγματικότητα εκείνον. Τελικά, είναι το πνεύμα ή εξωτερική εμφάνιση που κερδίζει στον έρωτα;