Ο Θανάσης Τριαρίδης ξαναγράφει το κλασικό έργο του Ντοστογιέφσκι, συμπυκνώνοντάς το σε διαλογικές σκηνές και κρατώντας τα βασικά πρόσωπα, προκειμένου να επαναδιαπραγματευτεί το ηθικό δίλημμα περί δίκαιου/άδικου φόνου και έννοιες όπως η αμαρτία, η ενοχή, η εξιλέωση. Ο Ρασκόλνικόφ του θα μπορούσε να χαρακτηριστεί ένας άνθρωπος που διανύει μια κάθετη πορεία αυτογνωσίας: ξεκινάει από μια αλαζονική αίσθηση ανωτερότητας για να βυθιστεί τελικά στην αποδοχή της μικρότητάς του, κάτι που θα τον οδηγήσει κάποια στιγμή στην ανύψωση, όχι με την έννοια της χριστιανικής ηθικής αλλά μιας εν ζωή "ανάστασης". Ο συγγραφέας εισάγει, επίσης, ψυχαναλυτικές αποχρώσεις, καθώς και αμυδρές αναφορές στο Ολοκαύτωμα, ενώ εφευρίσκει ένα ρόλο για τον Ντοστογιέφσκι, ρόλο που δεν λειτουργεί μόνο ως μεταθεατρική παρουσία αλλά συμβάλλει και στην "αποκρυπτογράφηση" του κεντρικού ήρωα. Όσο ενδιαφέρουσα κι αν είναι αυτή η μεταγραφή, όμως, δεν παύει να λειτουργεί κάπως αποσπασματικά, ζημιώνοντας κυρίως την ανάπτυξη των χαρακτήρων και, συνεπακόλουθα, την οργανικότητα των σκηνικών δρωμένων. Τα πρόσωπα έχουν λίγο χρόνο και χώρο για να δείξουν το ήθος τους κι έτσι κάποιες καταστάσεις δεν φαίνεται να προκύπτουν φυσικά· το αποτέλεσμα είναι, τουλάχιστον σε σημεία, το έργο να "δείχνει" τι θέλει να πει.
Πάντως, η σκηνοθεσία του Δημήτρη Τάρλοου μεταχειρίστηκε ωραία αυτό το συμπυκνωμένο, διαλεκτικό κείμενο, σε μια παράσταση με σημείο αιχμής την ατμόσφαιρα: Η δράση, έχοντας τη μουσική του Φώτη Σιώτα (και το τσέλο που παίζει ο Τάσος Μισυρλής) ως συμπρωταγωνίστρια, τοποθετείται στον υποφωτισμένο, πνιγηρό και εφιαλτικό χώρο ενός ναού (που έχει και στοιχεία ενός υπογείου, κελιού ή υπονόμου), προτείνοντας ίσως την καταβύθιση σε έναν εφιάλτη ως απαραίτητη προϋπόθεση για την έξοδο προς το φως (φωτισμοί του Αλέκου Αναστασίου, σκηνικά της Θάλειας Μέλισσα). Η χρήση της κινηματογράφησης λειτουργεί επίσης ωραία, καθώς ενισχύει το μοτίβο του εφιάλτη, ενώ ειδικά το πρώτο μισό εξελίσσεται μέσα από σκηνές που –και από γραφής– είναι περισσότερο ενδιαφέρουσες (η ανάκριση του Ρασκόλνικοφ από τον Πορφύρη, η συνάντηση της Σόνιας και του Ρασκόλνικοφ)· όσο προχωράμε προς το φινάλε, τα πράγματα "στριμώχνονται" σε μια βεβιασμένη ανάπτυξη. Η επιλογή των ηθοποιών, πάντως, δικαιώνει τον Τάρλοου με συνολικά ωραίες ερμηνείες, αλλά ακόμη και από φυσιογνωμικής άποψης. Η Μαριάννα Πουρέγκα είναι όντως μια "διάφανη Σόνια", ερμηνεύοντας την "αγία πόρνη" που πρεσβεύει την απόλυτη καλοσύνη, η Σοφία Σεϊρλή δίνει ωραία δύο διαφορετικούς ρόλους (Μητέρα του Ρασκόλνικοφ/Φάντασμα Αλιόνας), όπως και ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος (Ντοστογιέφσκι/Ραζουμίχιν). Κάπως έντονος ο Δημήτρης Μπίτος στον αρνητικό ρόλο του Σβιντριγκάιλοφ, ωραία η Ντούνια της Στέλλας Βογιατζάκη. Ο Δημήτρης Ήμελλος ερμηνεύει τον ανακριτή Πορφύρη με χαρακτηριστική άνεση, προσθέτοντας το δικό του στίγμα, ενώ ο Προμηθέας Αλειφερόπουλος ως Ρασκόλνικοφ καταφέρνει να κατακτήσει τον ήρωα κατά τη μεγάλη διαδρομή του.
Πρώτη δημοσίευση: 14/12/23
Περισσότερες πληροφορίες
Έγκλημα και τιμωρία
Πρόκειται για τη διασκευή του ογκώδους μυθιστορήματος του Φιόντορ Ντοστογιέφσκι “Έγκλημα και Τιμωρία” που φέρει την καθοριστική σφραγίδα του Θανάση Τριαρίδη. Η παράσταση παρουσιάζει την ιστορία του Ρασκόλνικοφ, ενός φοιτητή που πιστεύει πως η διανοητική και ψυχική ανωτερότητα νομιμοποιεί το άτομο να διαπράττει εγκλήματα για το καλό της ανθρωπότητας. Έτσι, προβαίνει στον φόνο μιας γριάς τοκογλύφου, σε μια πράξη «αλτρουισμού», που θα απαλλάξει την κοινωνία από ένα άπληστο και κακόβουλο άτομο. Παρά την πεποίθησή του ότι τέτοια κίνητρα βρίσκονται υπεράνω του νόμου, ο ήρωας χάνεται σε έναν λαβύρινθο τύψεων, εσωτερικών συγκρούσεων και ψυχικών οδυνών, που συνιστούν την πραγματική τιμωρία του. Η μεταμέλεια έρχεται έπειτα από μια δαιδαλώδη διαδρομή και η λύτρωση μέσα από τη μορφή μιας νεαρής πόρνης, της Σόνια. Πλάι σε εκείνον, τη δική τους πορεία διαγράφουν και τα υπόλοιπα πρόσωπα του έργου: ο αστυνομικός ανακριτής Πορφύριος Πετρόβιτς, η μητέρα και η αδερφή του Ρασκόλνικοφ, ο Σβιντριγκάιλοφ, ο Ραζουμίχιν, ενώ σε ρόλο-έκπληξη θα εμφανιστεί και ο ίδιος ο Ντοστογιέφσκι.