Οι τρεις γυναικείες φιγούρες που μας υποδέχονται, βγαλμένες από πίνακα εποχής, με τα ογκώδη φορέματα, τις περούκες, τα κατάλευκα πρόσωπα και το σχηματικό μακιγιάζ, αρχικά ακίνητες και έπειτα υπακούοντας σε μια στιλιζαρισμένη κινησιολογία, τι σχέση έχουν με τις ηρωίδες του Άλμπι, δηλαδή με την υπερήλικη γυναίκα που βρίσκεται στο κατώφλι του θανάτου, τη νοσοκόμα της και τη δικηγόρο που την έχει επισκεφτεί για να ταχτοποιήσει διαδικαστικά θέματα; Ο Αμερικανός συγγραφέας, όμως, μεταχειρίζεται τη ρεαλιστική φόρμα προκειμένου να την υπονομεύσει, καθώς γράφει για τις τρεις εκδοχές της ίδιας γυναίκας, την οποία βλέπουμε στα 26, στα 52 και στα 92 της. Ο αυτοβιογραφικός χαρακτήρας χαρακτηρίζει και αυτό το έργο και ο Άλμπι χρησιμοποιεί ως πρότυπο τη μητέρα του, ενώ καθρεφτίζει και τον εαυτό του στο ρόλο του γιου: ρόλος που στο έργο είναι βουβός, αλλά στην παράσταση δανείστηκε λόγια του ίδιου του συγγραφέα κι έτσι συνδέθηκε ακόμη πιο άμεσα μαζί του. Πίσω από αυτόν τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα, αναδύεται ένα έργο για το χρόνο και τη φθορά, για τη ματαιότητα και τη ματαιοδοξία, για τον έρωτα και την αγάπη, για τη μνήμη και την απουσία της, για τους συμβιβασμούς της ζωής.
Σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία εστίασε η σκηνοθεσία του Μπομπ Ουίλσον, που έβαλε στον πυρήνα της την κωμική μακαβριότητα της ζωής. Η παρτιτούρα των κινήσεων που συχνά ακολουθούσε εκείνη της μουσικής (Θοδωρής Οικονόμου), οι –σε σημεία εκκωφαντικοί– ήχοι, τα παιχνίδια με το φως, τις σκιές και το σκοτάδι, η εστίαση στις λεπτομέρειες, η γυμνή σκηνή με τα ελάχιστα αντικείμενα (τα σκηνικά και οι φωτισμοί είναι του σκηνοθέτη) χρησιμοποιήθηκαν και εδώ προκειμένου να δημιουργηθεί μια φόρμα όπου το κείμενο είναι ακόμη ένα στοιχείο ανάμεσα στα άλλα και όχι ο πρωταγωνιστής. Κι όμως το έργο και οι αγωνίες του είναι που κυριάρχησαν σε μια παράσταση που μετέδωσε κάτι από την υπαρξιακή όσο και ανάλαφρη φόρμα ενός δράματος του Μπέκετ, μιας τραγικωμωδίας για την ύπαρξη.
Σημαντικός παράγοντας για την πρόσληψή της είναι το γεγονός ότι ερμηνεύτηκε από Ελληνίδες ηθοποιούς (δηλαδή στα ελληνικά), αλλά ακόμη σημαντικότερος το γεγονός ότι ερμηνεύτηκε από τις συγκεκριμένες ηθοποιούς, από αυτό το εξαιρετικό τρίο: τη Ρένη Πιττακή, την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη και τη Λουκία Μιχαλοπούλου. Όσο κι αν το θέατρο του Ουίλσον δείχνει να υποτάσσει τον ηθοποιό σε μια αυστηρή εξωτερική φόρμα, αυτές οι "τρεις ψηλές γυναίκες" έδειξαν τι θα πει ερμηνεία που προκύπτει από ουσιαστική εσωτερική διεργασία. Ήταν και οι τρεις καταπληκτικές, μεταδίδοντας το σαρκασμό, τον κυνισμό (ή ρεαλισμό;) και την αθωότητα με την οποία αντιμετωπίζουν οι ηρωίδες τη ζωή τους, αναλόγως της ηλικίας τους. Ισάξια παρουσία δίπλα τους στον συντομότερο ρόλο του, ο Αλέξης Φουσέκης.
Περισσότερες πληροφορίες
Τρεις γυναίκες
Δομημένο γύρω από τα θεμελιακά ερωτήματα του εαυτού και της θνητότητας, το σαρκαστικό έργο εμπνέεται από τον χαρακτήρα της δικής του μητέρας. Αντιμέτωπη πια με το τέλος του βίου της, περιβάλλεται από δύο νοσηλεύτριες, οι οποίες παίρνουν τη μορφή του νεότερου εαυτού της. Με τη γνωστή του ολιστική διαχείριση του χώρου και του χρόνου, ο διεθνούς φήμης Αμερικανός σκηνοθέτης Ρόμπερτ Γουίλσον, που καθοδηγεί τρεις εξέχουσες Ελληνίδες ηθοποιούς στους πρωταγωνιστικούς ρόλους, εξιστορεί μαεστρικά το αποτύπωμα το χρόνου, αναδεικνύοντας τις πολλαπλές αντανακλάσεις που γεννά ο καθρέφτης της ζωής.