Το θεατρικό έργο με τον μακροσκελή, παράδοξο τίτλο χωράει μέσα του τη ματωμένη ιστορία των Βαλκανίων, με σαφείς αναφορές στη διάλυση της πρώην Γιουγκοσλαβίας. Σε είκοσι πέντε σκηνές, και με επίκεντρο την ιστορία δύο γονιών που ψάχνουν το σώμα του γιου τους, προκειμένου να το θάψουν κοντά τους, στην αυλή τους, ο Βίζνιεκ συμπυκνώνει το βίωμα μιας χώρας αλλά και τη συντριπτική πραγματικότητα κάθε εμπόλεμης ζώνης: Φίλοι που έγιναν αντίπαλοι, άνθρωποι που λογίζονται ως προδότες, που επιστρέφουν ως πρόσφυγες σε πατρίδες με νέα σύνορα και νέους εθνικούς ύμνους, χώματα που φιλοξενούν μέσα τους γενιές νεκρών ανδρών, γονείς που μένουν χωρίς παιδιά, γυναίκες που εκπορνεύονται. Ο κόσμος που παρουσιάζει ο Ματέι Βίζνιεκ είναι συντριπτικός και απολύτως αληθινός, όμως για τη σύνθεσή του δεν καταφεύγει στο ρεαλισμό ή το ντοκουμέντο· επιστρατεύει την ποίηση, το γκροτέσκο, το υπερφυσικό στοιχείο, δίνοντας ζωογόνα θεατρική πνοή στο έργο του.
Αυτά τα στοιχεία εκμεταλλεύτηκε και τόνισε ακόμη περισσότερο η ευφάνταστη σκηνοθεσία της Αικατερίνης Παπαγεωργίου. Οι συμβολισμοί, ο λυρισμός, το παραμυθικό στοιχείο, ο υπερρεαλισμός παντρεύονται σε ένα θέαμα που αιωρείται μεταξύ της αγαλλίασης που προκαλεί η τέχνη και της βαθιάς φρίκης που φέρνει το αντίκρισμα των σκοτεινότερων πτυχών της ανθρώπινης εμπειρίας. Η απόφαση της σκηνοθέτριας να αποδώσει τους συμπληρωματικούς χαρακτήρες του έργου (τον Νέο Γείτονα, την Τρελή Γριά κ.ά.) σαν καρικατούρες που βγήκαν από κάποιο παράδοξο γκροτέσκο παραμύθι, τη δικαιώνει απόλυτα. Με αυτό τον τρόπο, η παράσταση εξελίσσεται μέσα από τη συνεχή ακροβασία μεταξύ "υψηλού" και γελοίου, τραγικού και κωμικού, σπαραγμού και γέλιου: μια αισθητική επιλογή που αποφορτίζει την ένταση, προφυλάσσει την παράσταση από τη σοβαροφάνεια ή την αισθηματολογία, αλλά στο ελάχιστο δεν μειώνει την ικανότητά της να αποδώσει την ουσία των πραγμάτων.
Εύσημα πηγαίνουν και στους ηθοποιούς, οι περισσότεροι εκ των οποίων ερμηνεύουν πολλαπλούς ρόλους: Η Μάνια Παπαδημητρίου είναι μια σπαρακτική Μητέρα, όπως και ο Δημήτρης Πετρόπουλος στον λιγομίλητο αλλά τόσο εύγλωττο ρόλο του Πατέρα. Η Ελίζα Σκολίδη αποδεικνύεται ξανά ηθοποιός μεγάλης κλάσης, ερμηνεύοντας τους εκ διαμέτρου αντίθετους ρόλους της θελκτικής Κόρης και της Τρελής Γριάς, ενώ εξαιρετικές ικανότητες επιδεικνύει και ο Αλέξανδρος Βάρθης στις πολλαπλές μεταμορφώσεις του, "κλέβοντας" πολλές φορές την παράσταση. Ο Τάσος Λέκκας (Βίμπκο) αποτελεί μια ήρεμη δύναμη και φορέα βαθιάς συγκίνησης στο ρόλο του νεκρού Γιου. Το σκηνικό της Μυρτώς Σταμπούλου (μερικά στρεβλά έπιπλα, μια γραμμή από ρούχα, παπούτσια και χώμα, μια μπουγάδα από ματωμένα ανδρικά πουκάμισα) κάνει ωραία χρήση της στενής σκηνής και αποδίδει με λοξό τρόπο όλους τους κόσμους του έργου, απτούς και συμβολικούς. Σημαντική στην επιδραστικότητα της παράστασης, η παρουσία της μουσικής (Μαρίνα Χρονοπούλου), που χρησιμοποιεί βαλκανικά ακούσματα και δημοτικά μοτίβα.
Περισσότερες πληροφορίες
Η λέξη πρόοδος στο στόμα της μητέρας μου ηχούσε πολύ φάλτσα
Μέσα από ένα υπερρεαλιστικό πλαίσιο διαδραματίζεται η ρεαλιστική ιστορία του Βίγκαν και της Γιάσμινσκα, που επαναπατρίζονται στο χωριό τους μετά τη λήξη του εμφυλίου αναζητώντας τη σορό του Βίμπκο, του χαμένου τους γιού που πολεμούσε. Η τοπική κοινωνία τους αντιμετωπίζει με καχυποψία αναζητώντας τρόπους να εκμεταλλευτεί οικονομικά το πένθος τους. Οι άνθρωποι, ζωντανοί ή νεκροί, δεν είναι τίποτα άλλο παρά μέσα εκμετάλλευσης για την παραγωγή κέρδους. Η μοναδική πηγή εσόδων του ζευγαριού είναι η κόρη τους, Ίντα, η οποία κατά τη διάρκεια του εμφυλίου μπλέχτηκε σε κύκλωμα σωματεμπορίας και πλέον εκπορνεύεται στην κεντρική Ιταλία. Η Ίντα βιώνει μια παράλληλη ιστορία εξευτελισμού της ανθρώπινης ύπαρξης.