Η παράσταση που ανεβαίνει στη Στέγη είναι κατ’ αρχήν μια γενναία παράσταση, όπως κάθε παράσταση που δίνει λόγο σε περιθωριοποιημένες κοινωνικές ομάδες. Η συγκεκριμένη ίσως λίγο παραπάνω, μια που οι Ρομά, αν και Έλληνες πολίτες, ζουν στις παρυφές του αστικού ιστού αλλά κυρίως στο περιθώριο της κοινωνικής μας συνείδησης. Είναι άνθρωποι που προτιμούμε να αγνοούμε, να απορρίπτουμε σωρηδόν ως παραβατικά στοιχεία, άνθρωποι που σπανίως απασχολούν τη δημόσια σφαίρα, εκτός αν πρόκειται για άσχημη αφορμή. Ο Ανέστης Αζάς και ο Πρόδρομος Τσινικόρης, κατεξοχήν δημιουργοί του ελληνικού θεάτρου-ντοκουμέντο, αφιερώνουν, λοιπόν, στους Έλληνες Ρομά μια παράσταση που φιλοδοξεί να ανοίξει ένα παράθυρο στον κόσμο τους και να γκρεμίσει τα στερεότυπα και τις προκαταλήψεις που τους ακολουθούν. Εφαρμόζοντας την τυπική δομή αυτού του θεατρικού είδους, όπου πρωταγωνιστούν "ειδικοί" επί του εκάστοτε θέματος, ανεβάζουν στη σκηνή πέντε Ρομά (δύο άντρες, τρεις γυναίκες), που αφηγούνται τις ιστορίες τους, ενώ παρεμβάλλονται και (λίγα) μαγνητοσκοπημένα αποσπάσματα, που προσφέρουν συμπληρωματικά στοιχεία πάνω στο θέμα, και συγκεκριμένα το πολύ σημαντικό ζήτημα της αστυνομικής βίας και της μεροληπτικής αντιμετώπισης των Ρομά από τη δικαιοσύνη.
Ως παράσταση που χρησιμοποιεί ουσιαστικά ερασιτέχνες, έχει τη γοητεία του χειροποίητου, και στην πραγματικότητα οι πέντε πρωταγωνιστές/ριες είναι που κερδίζουν τις εντυπώσεις. Οι ιστορίες τους μεταδίδουν μια αίσθηση ανθρωπιάς, είναι συγκινητικές και όχι απαραιτήτως αναμενόμενες (όπως αυτή της υιοθετημένης κοπέλας που έμαθε ότι οι βιολογικοί γονείς της ήταν Ρομά)˙ μας δίνουν πράγματι μια εικόνα από την κουλτούρα τους (όπως την εναρκτήρια φράση των παραμυθιών τους, "Μια φορά ήταν και δεν ήταν", που δανείζεται ο υπότιτλος της παράστασης), ενώ δεν φοβούνται να απορρίψουν οι ίδιοι στοιχεία της (τα προξενιά, οι γάμοι ανηλίκων, ο αναλφαβητισμός).
Η σκηνοθετική απόφαση να τοποθετηθεί η δράση σε συνθήκη ακρόασης/προετοιμασίας της παράστασης δεν προσθέτει κάτι· δείχνει "ψεύτικη" και στερεί από την παράσταση μέρος της γνησιότητάς της (αντιθέτως το ραπαριστό κομμάτι που μίλησε πολύ δυναμικά με τη γλώσσα της μουσικής ήταν ωραίο στοιχείο). Όμως, εκεί που περισσότερο ζημιώνεται η παράσταση είναι πως δεν λειτουργεί πολύ πέρα από το αναμενόμενο: παρά τα όσα ενδιαφέροντα ακούμε, μένει η αίσθηση ότι η δραματουργία δεν έφτασε στο βάθος και το εύρος που περιμέναμε από μια γενναία παράσταση. Ίσως γι’ αυτό ευθύνεται η μη τυπική εκπροσώπηση των ανδρών: οι δύο Ρομά που συμμετέχουν έχουν σπάσει τα στερεότυπα, σπουδάζουν, δουλεύουν, μιλούν ξένες γλώσσες, όμως αποτελούν μάλλον μια εξαίρεση παρά τον κανόνα. Έτσι, η εικόνα που διαμορφώνει η παράσταση δεν είναι πλήρης, αν και γίνεται κατανοητό πως αυτή ήταν μάλλον η σημαντικότερη δυσκολία που συνάντησαν οι δύο δημιουργοί, η εύρεση δηλαδή όσο το δυνατόν περισσότερων ανθρώπων που θα έπαιρναν το ρίσκο της σκηνικής έκθεσης.
Περισσότερες πληροφορίες
Romaland
Μετά από πολύμηνη έρευνα, από το Ζεφύρι και τον Ασπρόπυργο μέχρι τη Θεσσαλονίκη, τη Λάρισα και τις Σέρρες, η παράσταση φιλοδοξεί να αφηγηθεί ένα ανεστραμμένο ταξίδι στη σύγχρονη ιστορία της Ελλάδας μέσα από την οπτική γωνία των Ρομά. Ακολουθώντας την παράδοση του είδους του θεάτρου-ντοκιμαντέρ, το έργο διαμορφώνεται με τη συμμετοχή Ρομά πρωταγωνιστών, οι οποίοι αφηγούνται ζωντανά τις πραγματικές τους ιστορίες, στοχεύοντας στο να αναδείξει τους πολλαπλούς κοινωνικούς αποκλεισμούς που αντιμετωπίζουν και τις καθημερινές προσπάθειές τους να τους ξεπεράσουν. Ανέμελοι νομάδες; Μεγάλοι καλλιτέχνες; Θύματα κοινωνικών κατασκευών ή επικίνδυνοι και παραβατικοί; Τι τελικά είναι και τι δεν είναι οι Ρομά;