Ένας κόμης που θεωρείται φιλότεχνος κι αναλαμβάνει να βοηθήσει έναν Τούρκο έμπορο που σχεδιάζει να συστήσει θίασο όπερας και να εισαγάγει στη Σμύρνη το δυτικό αυτό είδος, τρεις πριμαντόνες δευτέρας διαλογής, βαρύτονοι, καστράτοι, λιμπρετίστες· αυτός είναι ο κόσμος που πλάθει ο Γκολντόνι σε μια κωμωδία που βλέπει από την ευτράπελή της πλευρά την καλλιτεχνική κοινότητα: το κυνήγι του πρώτου ρόλου, την αγωνία για την επαγγελματική εξασφάλιση, τη ματαιοδοξία, τις αντιζηλίες, τα πισώπλατα μαχαιρώματα. Μοτίβα διαχρονικά, δηλαδή αναγνωρίσιμα, αλλά και στο βάθος τους μάλλον δραματικά. Ο Βασίλης Παπαβασιλείου επέλεξε, παρ’ όλ’ αυτά να συνθέσει ένα μάλλον "απροβλημάτιστο" σκηνικό θέαμα, που στηρίχτηκε ιδιαίτερα στην τυποποίηση και το γέλιο που αυτή προκαλεί. Πάνω στο κεκλιμένο πατάρι του σκηνικού που είναι τόσο εξωρεαλιστικό όσο ένας πίνακας της pop art (του Άγγελου Μέντη, που υπογράφει και τα πολύχρωμα, "κραυγαλέα" κοστούμια), διαδραματίζεται μια ιστορία για ένα θίασο που δεν συγκροτήθηκε ποτέ, μια ιστορία για τις πολιτισμικές διαφορές Ανατολής και Δύσης, μια ιστορία που εκθέτει συμπεριφορές και γεγονότα τα οποία συνήθως μένουν κρυμμένα στα παρασκήνια, αλλά και μια ιστορία για την ανάγκη συσπείρωσης των καλλιτεχνών.
Όλα αυτά δοσμένα με τη μεγαλύτερη δυνατή ελαφρότητα. Έτσι, είναι απολαυστικό να παρακολουθείς μια ηθοποιό της κλάσης της Αγορίτσας Οικονόμου να επιδεικνύει τέτοια κωμική φλέβα στο ρόλο της "εν εξάλλω αγριόγατας" Τονίνας, τον Λαέρτη Μαλκότση έξοχο Πασκουαλίνο, απηυδισμένο από τη ζηλιάρα σύντροφό του, τον Θέμη Πάνου σε μια ξεκαρδιστική ερμηνεία του Τούρκου Αλή, στηριγμένη ακριβώς πάνω στην εθνικότητα και τη γλώσσα του, τον Αλέξανδρο Μυλωνά, ως κυνικό κόμη Λάσκα, για τον οποίον η τέχνη δεν είναι παρά "μπίζνες" (και, ενίοτε, ευκαιρία για ερωτικά οφέλη). Όπως επίσης χαίρεται κανείς την Ιωάννα Μαυρέα, που το ύφος της εδώ ταιριάζει γάντι στην Ανίνα, αλλά και τη Δάφνη Λαμπρόγιαννη, που συμπληρώνει με χαρακτηριστικό μπλαζέ ύφος το καστ των τριών τραγουδιστριών. Εξάλλου όλος ο θίασος είναι ξεχωριστός, καθώς αποδίδουν κωμικά χαρακτηριστικούς ανθρωπότυπους, ενώ ο σκηνοθέτης εμπλουτίζει την παράσταση με μικρά οπερατικά ιντερμέδια (σοπράνο η Βάσια Ζαχαροπούλου) και άλλες "ενέσεις" θεατρικότητας, τιμώντας τους δεκάδες αφανείς ήρωες που συντελούν στη δημιουργία μιας θεατρικής παράστασης.
Η παράσταση του Εθνικού συνιστά ένα ωραίο παράδειγμα θεάτρου συνόλου, όπου η μουσική του Γιώργου Δούσου, οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού, οι φωτισμοί του Λευτέρη Παυλόπουλου και κάθε ηθοποιός, μέχρι αυτόν που ερμηνεύει τον μικρότερο, βουβό ρόλο, συνθέτουν ένα ευφρόσυνο θέαμα που γιορτάζει το θέατρο και μοιάζει να λέει εκ μέρους των καλλιτεχνών: Κι αν έχουμε αδυναμίες, αγαπάτε μας! Παρ’ όλ’ αυτά, μένει μάλλον η γλυκόπικρη επίγευση πως η ελαφράδα που επέλεξε ο Βασίλης Παπαβασιλείου κάνει τελικά την επίδραση του θεάματος να εκρήγνυται και να σβήνει τόσο γρήγορα όσο ο αφρός μιας σαμπάνιας.