Αν και έργο του Ισπανού δραματουργού χρονολογείται στις αρχές του 20ού αι. (1907), τιμά ένα λαϊκό θεατρικό είδος της ιταλικής Αναγέννησης, την κομέντια ντελ άρτε, όπου εμφανίζονταν σταθεροί τύποι με συγκεκριμένη εμφάνιση, χαρακτήρα και συμπεριφορά. Ο Μπεναβέντε αντλεί από τις φιγούρες της κομέντια –τον Αρλεκίνο, την Κολομπίνα τον Πουλτσινέλα και τον Ντοτόρε– και στήνει μια ευφρόσυνη (ερωτική) κωμωδία, που σχολιάζει υπαινικτικά τη δύναμη της εικόνας και της εξαπάτησης. Η δράση περιστρέφεται γύρω από τον Κρισπίν και τον Λεάνδρο, δύο χρεοκοπημένους άνδρες που φτάνουν σε μια πόλη, επιχειρώντας να ξεφύγουν από τους δανειστές τους. Ο πανούργος Κρισπίν κατορθώνει να πείσει τους κατοίκους πως ο Λεάνδρο είναι ένας πολύ σπουδαίος άρχοντας και σε δεύτερο χρόνο βάζει σε εφαρμογή το σχέδιό του: να καταφέρει τον εύπορο γεροτσιγκούνη Πουλτσινέλα να παντρέψει την περιζήτητη κόρη του Σίλβια με το Λεάνδρο, έτσι ώστε να καταφέρουν να απαλλαχθούν από τα χρέη τους. Μόνο που η Σίλβια και ο Λεάνδρο ερωτεύονται στ’ αλήθεια και αρνούνται να μετατρέψουν τον έρωτά τους σε αντικείμενο συναλλαγής, έως ότου η καπατσοσύνη του Κρισπίν καταφέρει να δώσει το πολυπόθητο τέλος.
Ο Γιάννης Καλαβριανός είδε στο έργο τις κωμικές αρετές και τα σημαντικά θέματα που αγγίζει έστω και ακροθιγώς, αναγνώρισε όμως και την αναγκαιότητα κάποιας διασκευής· είχε μάλιστα την ευφυή ιδέα να εστιάσει τη διασκευή του, όχι στο περιεχόμενο (με κάποια επικαιροποίηση, για παράδειγμα), αλλά στη φόρμα, κι έτσι δημιούργησε μια παράσταση που στηρίζεται εξ ολοκλήρου στο παιχνίδι του θεάτρου και στο πρωταρχικό υλικό του, τον ηθοποιό. Οι δεκαέξι ρόλοι του τελικού κειμένου (ξεπεσμένοι ευγενείς, πανδοχείς, δικαστές, νεαρές κοπέλες, ποιητές, στρατιώτες, γέροι και γριές) ερμηνεύονται από τις έξι ηθοποιούς, που καταργούν φύλα και ηλικίες: Κατερίνα Πατσιάνη, Μαρία Κοσκινά, Τζένη Διαγούπη, Λήδα Κουτσοδασκάλου, Όλγα Σκιαδαρέση και Μαρία Κωνσταντά· είναι όλες εξαιρετικές, αν και δεν θα μπορούσε να μη διακριθεί κάπως περισσότερο η Κατερίνα Πατσιάνη, που ερμηνεύει μοναδικά τον καθοριστικό ρόλο του Κρισπίν.
Συνεχώς παρούσες και με το ρυθμό να τις διαπερνά (κίνηση: Μαριάννα Καβαλλιεράτου), συμμετέχουν σε ένα ατελείωτο παιχνίδι ρόλων και μεταμορφώσεων. Ντυμένες στα μαύρα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα, που με περιπαιχτικό τρόπο χαρακτηρίζουν κάθε ήρωα, μεταμορφώνονται βάζοντας και βγάζοντας αξεσουάρ, χρησιμοποιούν τη δύναμη της σωματικότητας, εκμεταλλεύονται την υπερβολή και την τυποποίηση στην ερμηνεία, τραγουδάνε (η μουσική είναι του Θοδωρή Οικονόμου), ερμηνεύουν τα δραματικά πρόσωπα και σχολιάζουν τον κόσμο του έργου, και μέσω αυτού τον δικό μας· βρίσκονται έτσι σε ένα μεταίχμιο μεταξύ αλήθειας και ψέματος, σε ένα συνεχές μπες-βγες στη θεατρική συνθήκη. Το αποτέλεσμα είναι ευφρόσυνο και έχει μια "παιδική" ελαφρότητα, γι’ αυτό απαιτεί θεατές πρόθυμους να δουν την αλήθεια που κρύβει ένα θέαμα όπου όλα δείχνουν ψεύτικα.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα κατασκευασμένα συμφέροντα
Δύο αδίστακτοι απατεώνες εμφανίζονται από το πουθενά και συστήνονται σε μια ολόκληρη πόλη ως εξέχουσες προσωπικότητες. Σιγά σιγά, επινοούν για τους πάντες ένα πλήθος συμφερόντων και μοιράζουν υποσχέσεις για μεγάλα οφέλη σε όσους σταθούν δίπλα τους. Η απεγνωσμένη ελπίδα για μια πιο εύκολη ζωή μέσω της εγγύτητας με την εξουσία γίνεται το ιδανικό δόλωμα. Και κάπως έτσι πείθεται ολόκληρη η εκμαυλισμένη πόλη. Οι χαρακτήρες του έργου -δεκαέξι συνολικά, ερμηνευμένοι με φρενήρεις ρυθμούς από τις έξι ηθοποιούς- είναι βασισμένοι στην comedia dell’ arte, με το κείμενο συνολικά να προσεγγίζει τη φάρσα και να αποτελεί μία σάτιρα που στηλιτεύει τη δύναμη της εικόνας.