Ο εξηντάχρονος Ουαλός συγγραφέας συστήθηκε στην Ελλάδα με το τελευταίο έργο του (2019), ένα κείμενο ιδιοσυγκρασιακής γραφής, που μπορεί να διεκδικήσει τη θέση του δίπλα σε αυτά του Μπέκετ και του Πίντερ. Η "Αρκουδοράχη" διαδραματίζεται σε ένα χασάπικο στην απομακρυσμένη πλαγιά ενός χωριού(;)· έξω, ένας πόλεμος έχει ισοπεδώσει τα πάντα, οι μόνοι που δείχνουν να έχουν επιζήσει είναι οι ιδιοκτήτες του χασάπικου (ο Τζον και η γυναίκα του, Νόνι) και ο σφαγέας τους. Η επιβίωσή τους, όμως, είναι μάλλον χαμένη υπόθεση, καθώς οι προμήθειες τελειώνουν, ο καιρός χειροτερεύει, οι αεροπορικές επιδρομές διασχίζουν τον αέρα. Μέσα σε αυτόν τον δυστοπικό χώρο, η θεματική της μνήμης αποκτάει φυσική υπόσταση και γίνεται πρωταγωνίστρια. Η δράση και ο χρόνος ανακυκλώνονται, το παρελθόν και το παρόν μπερδεύονται, οι ήρωες μπαινοβγαίνουν στα "δωμάτια της μνήμης" τους, ενώ η πλοκή αφορά την κατάσταση που βιώνουν, παρά το τι την προκάλεσε ή τι θα ακολουθήσει. Εξάλλου, σε αυτόν τον πόλεμο κανείς δεν ξέρει πια να πει "ποιος είναι ο εχθρός, ποιος είναι στην ίδια πλευρά. Όλα αλλάζουν από τη μία στιγμή στην άλλη". Έτσι, η άφιξη του Κάπτεν, ενός στρατιώτη, δεν οδηγεί κάπου τα γεγονότα, αλλά προσθέτει άλλον έναν κρίκο στην αλυσίδα των εξομολογήσεων και των αναστοχασμών.
Ο Εντ Τόμας γράφει ένα έργο για τη σημασία της μνήμης, για τη γλώσσα ως φορέα ταυτότητας (κεντρικό μοτίβο είναι η "παλιά γλώσσα", από την ανάμνηση της οποίας αγκιστρώνεται ο Τζον, καθώς αφορά "τη μισή του υπόσταση"), ίσως και ένα έργο για τον κόσμο που παραδίδουμε στη νέα γενιά, που εδώ κινδυνεύει με αφανισμό: Ο γιος του Τζον και της Νόνι, ένας επιστήμονας, μάλιστα, που διακήρυττε πως "η απληστία συντρίβει οποιαδήποτε συμπόνοια", έχει σκοτωθεί και αλήθεια τι μέλλον επιφυλάσσεται σε έναν κόσμο χωρίς συμπόνοια; Κι όμως μέσα σε όλη αυτήν τη δυστοπία, η ευαισθησία, οι λυρικές ποιότητες, ακόμη και το χιούμορ παρακινούν τη γραφή του Τόμας.
Η Ιώ Βουλγαράκη εντόπισε τις όχι απολύτως ρεαλιστικές ποιότητες της "Αρκουδοράχης" και δημιούργησε μια παράσταση με ατμόσφαιρα αλλά και ουσία. Στηρίχτηκε ιδιαίτερα στην κινησιολογία (Κατερίνα Φώτη), χάρη στην οποία οι ήρωες δείχνουν να μετεωρίζονται και οι κινήσεις τους μένουν εκκρεμείς και ανολοκλήρωτες· έτσι, ξεπερνούν την αυστηρά φυσική τους υπόσταση, σαν η παράσταση να θέλει να μας συστήσει όχι απαραιτήτως τα τέσσερα πρόσωπα, αλλά την ανάμνησή τους. Σημαντικές οι ερμηνείες των ηθοποιών, δίνουν ζωή σ’ ένα πυκνό κείμενο λόγου που θίγει πολλές θεματικές και αφήνει πολλά μέτωπα ανοιχτά: Αργύρης Ξάφης, Δέσποινα Κούρτη (που έχουν και εκπληκτική χημεία στους ρόλους του ζευγαριού), Δημήτρης Δρόσος (Κάπτεν) είναι οι τρεις που επωμίζονται τους μεγαλύτερους ρόλους, μαζί με τον Δημήτρη Γεωργιάδη. Ωραία η μουσική του Θοδωρή Αμπαζή, παίζει με την ουαλική ταυτότητα του έργου.
Περισσότερες πληροφορίες
Αρκουδοράχη
Σε ένα μετα-αποκαλυπτικό τοπίο, ένα ζευγάρι αρνείται να ακολουθήσει τη ροή ενός κόσμου που αλλάζει βίαια, στην τολμηρή σπουδή του πολυβραβευμένου Ουαλού συγγραφέα πάνω στην απώλεια. Σε ένα χωριό ερημωμένο και σβησμένο από σύνορα που χαράσσονται ξανά και ξανά, ένα ζευγάρι κρατάει ανοιχτό ένα χασάπικο που αρνείται πεισματικά να εγκαταλείψει. Η μνήμη είναι ο μοναδικός μηχανισμός επιβίωσης σε μια πραγματικότητα που αλλάζει βίαια και αμετάκλητα, ενώ εκείνοι αδυνατούν να την ακολουθήσουν. Ένας νεαρός άνδρας ζει μαζί τους, κομμάτι και αυτός της προηγούμενης ζωής τους, ενώ ένας άλλος μυστηριωδώς καταφθάνει στο μαγαζί μ’ έναν άγνωστο σκοπό.