Όσο κι αν κλειστείς στο μικρόκοσμό σου, αποστρέφοντας το βλέμμα σου από την πραγματικότητα, αυτή αργά ή γρήγορα θα έρθει να σε συντρίψει. Να πώς θα μπορούσε να συνοψιστεί σε μια γραμμή η ιδέα του Δημήτρη Καραντζά, που στη συγκεκριμένη περίπτωση υπογράφει και το κείμενο, ένα κείμενο με ελάχιστο λόγο και πολλή καθημερινή δράση. Το στοιχείο του "καθημερινού" είναι κομβικό: Η αίσθηση μιας τετριμμένης, οικείας καθημερινότητας, ένα κομμάτι πραγματικότητας που εξελίσσεται σε πραγματικό χρόνο, καταλαμβάνει τη μισή παράσταση και θέτει τη συνθήκη: Δύο άνθρωποι μοιράζονται τον ίδιο χώρο, έχουν την οικειότητα των ανθρώπων που συζούν, αν και δεν δείχνουν να συνυπάρχουν ουσιαστικά. Αρχειοθετούν έγγραφα, τακτοποιούν τα ψώνια, βάζουν πλυντήριο, επικοινωνούν με post it και σκόρπιες κουβέντες για πράγματα χωρίς ενδιαφέρον – εξάλλου μόλις που φτάνουν στους θεατές αυτές οι κουβέντες τους.
Στο κέντρο του απρόσωπου, ψυχρού σπιτιού τους ένα μεγάλο παράθυρο που "βλέπει" σε έναν τυπικό δρόμο μιας αθηναϊκής γειτονιάς. Η ζωή έξω απ’ αυτό αιχμαλωτίζει το βλέμμα τους φευγαλέα, δεν είναι όμως αρκετή για να τους βγάλει από τη μηχανική "χορογραφία" των δράσεών τους. Η δυστοπία κάνει την εμφάνισή της αρχικά ως μυθοπλασία, μέσω του βιβλίου που διαβάζει ο άνδρας, για κάποια φανταστική κοινωνία η οποία υποφέρει από παρατεταμένο καύσωνα, την κυβερνούν οι παπάδες και οι μη πειθήνιοι πολίτες εκτελούνται. Ώσπου η έξω πραγματικότητα αρχίζει να περιστρέφεται και να αντιστρέφεται, να διαλύεται και να επανασυντίθεται και ένας χείμαρρος από εικόνες βίας και καταστροφής, αναγνωρίσιμες καθώς προέρχονται από πραγματικά γεγονότα, ορμάει στο σπίτι. Κι όσο τα θεμέλιά του δοκιμάζονται τόσο οι δυο τους αγκιστρώνονται μανιωδώς στις ίδιες ανούσιες κινήσεις, και μόνο όταν πια το σπίτι απειληθεί συθέμελα ο παραληρηματικός μονόλογος της γυναίκας θα σπάσει την άψυχη μονοτονία που διήπε την έως τότε διαβίωσή τους.
Με την αίσθηση του επείγοντος, ως μια "προειδοποίηση", δείχνει να δημιουργήθηκε η παράσταση του Καραντζά, η οποία έχει την ποιότητα ενός θεάματος που, ενώ ξεκαθαρίζει τις προθέσεις του, δεν προπαγανδίζει, δεν πεζολογεί (παρόλο που μεταχειρίζεται τις έννοιες του πεζού και καθημερινού), αλλά έχει δραματική ποιότητα και πυκνότητα. Ουσιαστικά συνεισφέρουν σε αυτό βέβαια και οι ηθοποιοί, Αλεξία Καλτσίκη και Φιντέλ Ταλαμπούκας, που φτιάχνουν χαρακτήρες με τη δύναμη της υποκριτικής τους υπόστασης, ενώ αντλούν από το ελλειπτικό κείμενο το μέγιστο δυνατό. Καθοριστικό το σπίτι-σκηνικό της Κλειώς Μπομπότη, που εξυπηρετεί πλήρως τη σκηνοθετική ιδέα, όπως και τα βίντεο της Γκέλυς Καλαμπάκα. Η παράσταση διαγράφει έναν πλήρη κύκλο, δεν παύει όμως να αφήνει "εκκρεμότητες" όσον αφορά την εμβάθυνση και την εξέλιξη της δραματικής συνθήκης. Από αυτή την άποψη, λειτουργεί ίσως ως δουλειά εν εξελίξει, που μπορεί να οδηγήσει σε μια πληρέστερη εκδοχή της.
Περισσότερες πληροφορίες
Το σπίτι
Δύο πρόσωπα (αδέρφια; συγκάτοικοι; σύντροφοι;) περνούν μια ημέρα στο σπίτι τους, σε μια οποιαδήποτε μεγαλούπολη από αυτές όπου οι άνθρωποι ζουν σε σπίτια-κελιά. Η καθημερινή ρουτίνα των ηρώων εισβάλει στους αρμούς της σκέψης τους και καταλαμβάνει τη σκηνή. Οι δυο τους περιχαρακώνονται για να μην αναμετρηθούν με την πραγματικότητα, όμως, όσο συνεχίζεται η ημέρα τους, ένα παράθυρο μεταμορφώνεται σε μια χοάνη, ένα εφιαλτικό καλειδοσκόπιο, από το οποίο παρελαύνουν διαφορετικές εκφάνσεις της βίας της εποχής μας και ακραίες στιγμές της σύγχρονης ιστορίας του 21ου αιώνα. Τα δύο πρόσωπα, παθητικοί δέκτες της βίας των εικόνων, προσπαθούν να συνεχίσουν τη φροντίδα του μικρόκοσμού τους μέχρι η βία να εισβάλει στο καταφύγιό τους.