Ο Σίμος Κακάλας σκηνοθέτησε την κορυφαία τραγωδία του Σοφοκλή (κι αυτή που αποτέλεσε το αριστοτελικό πρότυπο στη συγγραφή των κανόνων περί τραγωδίας), ακολουθώντας τον τρόπο δουλειάς στον οποίο έχει εντρυφήσει. Παρόλο που ο σκηνοθέτης δεν ασχολείται συχνά με έργα αρχαίας ελληνικής γραμματείας, τα χαρακτηριστικά που εντοπίζονται στις παραστάσεις του προσφέρουν μία ταιριαστή συνθήκη για να τα αποδώσουν: ομαδικότητα, χρήση μάσκας, έμφαση στο λόγο αλλά και στην αφαιρετική, λιτή σωματικότητα παρά στις ψυχολογικές αναγνώσεις.
Εδώ το εγχείρημα είχε κάθε καλή πρόθεση, εντέλει όμως παραδόθηκε αδύναμο στους θεατές. Βασικές αιτίες στάθηκαν η αίσθηση ότι η σκηνοθεσία γρήγορα εξαντλήθηκε σε ένα μοτίβο που δεν εξελισσόταν αλλά και η ανομοιογένεια του θιάσου: η παράσταση φαινόταν ότι δουλεύτηκε στα πρότυπα μιας εργαστηριακής/ερευνητικής δουλειάς, όμως οι ηθοποιοί δεν αποτέλεσαν σταθερούς συνεργάτες του σκηνοθέτη, ώστε να κατακτήσουν άμεσα τους κώδικές του, ούτε είχαν (προφανώς) την πολυτέλεια μεγαλύτερου χρόνου προετοιμασίας - παθητικό που χαρακτηρίζει τη -και στοιχίζει στη- θεατρική δραστηριότητα, όλο και περισσότερο τα τελευταία χρόνια.
Κεντρικό χαρακτηριστικό της σκηνοθετικής απόδοσης ήταν η παρουσία του Χορού, μέσα από τον οποίο προέκυψαν όλα τα πρόσωπα: ο Κρέων (Γιάννης Νταλιάνης), ο Τειρεσίας (Χρήστος Μαλάκης), η Ιοκάστη (Μαριλίτα Λαμπροπούλου), ο Αγγελιοφόρος (Γιώργος Αμούτζας), ο Υπηρέτης (Πανάγος Ιωακείμ), ο Εξάγγελος (Σίμος Κακάλας), και βέβαια ο Οιδίπους (Γιάννης Στάνκογλου). Φορώντας τις χαρακτηριστικές μάσκες της Μάρθας Φωκά και με κίνηση σκυφτή, που συχνά παρέμπεμε στον χορό του ζεϊμπέκικου (κίνηση: Σοφία Πάσχου), αποτέλεσαν μια κοινωνία ανθρώπων που συχνά έδειχνε αποπροσανατολισμένη: ήταν εξάλλου οι πολίτες της Θήβας που ψάχνουν να βρουν την αιτία που ο λιμός ρημάζει την πόλη τους. Η μουσική του Φώτη Σιώτα περιείχε πολλά ακούσματα, από μοιρολόγια και ηλεκτρονική μουσική μέχρι απόηχο του νέου κύματος, όχι εξίσου ωραία ως άκουσμα ή ως προς τη λειτουργία της στην εκτέλεση των χορικών.
Οι ηθοποιοί αφαιρούσαν τη μάσκα από το πρόσωπό τους, προκειμένου να πάρουν το ρόλο των δραματικών προσώπων και η δράση εκτυλίχθηκε μέσα από τα ελάχιστα θεατρικά μέσα: για σκηνικό ένα πατάρι σε σχήμα Π και κοστούμια απαράλλαχτα για όλους, μαύρα, ανδρικά, σύγχρονα˙ μόνο στην περίπτωση της Ιοκάστης αποκαλύφθηκε με ωραίο τρόπο, όταν έρθει η ώρα, ένα μακρύ φόρεμα (σκηνικά-κοστούμια: Γιάννης Κατρανίτσας). Ο Σίμος Κακάλας προσπάθησε ίσως με αυτόν τον τρόπο να στοχεύσει στην καρδιά του έργου, στην ιστορία και το πρόσωπο του Οιδίποδα, που αρχικά "τυφλώνεται" από την αλαζονεία στην προσπάθειά του να εντοπίσει το δολοφόνο του Λάιου κι έπειτα συντρίβεται -και αυτοτυφλώνεται- από το βάρος της τρομερής αλήθειας.
Εντέλει, όμως, η παράσταση δεν κατάφερε να μεταδώσει τις ισχυρές δονήσεις του έργου και του μύθου. Το εύρημα των ηθοποιών που αφαιρούν τη μάσκα για να ερμηνεύσουν το ρόλο τους εξαντλήθηκε γρήγορα, ενώ δεν ανταποκρίθηκαν όλοι οι ηθοποιοί ισάξια στη συγκεκριμένη συνθήκη, που απαιτούσε ένα μάλλον λιτότερο και εσωτερικό παίξιμο. Στιβαρότεροι υπήρξαν ο Γιάννης Νταλιάνης, ο Χρήστος Μαλάκης και ο ίδιος ο Σίμος Κακάλας, που έδειξε το δρόμο που χρειαζόταν να πάρει συνολικά η υποκριτική ερμηνεία˙ όχι όμως η Μαριλίτα Λαμπροπούλου που εγκλωβίστηκε σε μια σχηματική και φωνητικά βεβιασμένη απόδοση της Ιοκάστης, ή ο σχηματικά εξωστρεφής Γιώργος Αμούτζας. Ο Γιάννης Στάνκογλου υπηρέτησε με πάθος τον κεντρικό ήρωα, προβάλοντας κυρίως την αλαζονική πλευρά του και ερμηνεύοντας με αντίστοιχη ένταση τη στιγμή της συντριβής του. (Ερμήνευσεν επίσης οι: Μάρκος Γέττος, Απόστολος Καμιτσάκης, Αυγουστίνος Κούμουλος, Γιώργος Κορομπίλης, Γιώργος Λόξας, Παύλος Παυλίδης)
Συνολικότερα, η παράσταση δεν στάθηκε στην υπαρξιακή πλευρά της τραγωδίας, στο τεράστιο ερωτηματικό του Οιδίποδα για την καταγωγή του, ενώ η συντομότατη διάρκειά της (κάτι περισσότερο από μια ώρα) εγείρει ένα όχι αμελητέο θέμα: προκειμένου να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες για "ευέλικτα" θεάματα (στόχευση στο ευρύ κοινό, συνθήκες περιοδείας κλπ) απογυμνώνονται σχεδόν οι τραγωδίες από την ποιητική τους υπόσταση και τα πολλαπλά νοήματά τους και αυτό που παραδίδεται στους θεατές είναι απλώς η πλοκή.
Περισσότερες πληροφορίες
Οιδίπους Τύραννος
Ο Οιδίπους, βασιλιάς της Θήβας, λόγω μιας επιδημίας που μαίνεται στην πόλη, αναλαμβάνει να ερευνήσει την ταυτότητα του ανθρώπου που δολοφόνησε τον προηγούμενο άρχοντά της, τον Λάιο. Η αναζήτησή του θα είναι μοιραία, καθώς δεν γνωρίζει ότι, στην πραγματικότητα, ψάχνει για τον ίδιο του τον εαυτό. Παράλληλα, ανακαλύπτει σταδιακά ότι είναι γιος του Λάιου, αλλά και της βασίλισσας Ιοκάστης, την οποία παντρεύτηκε και με την οποία έκανε παιδιά. Σε αυτή την παράσταση, που είναι ιδωμένη ως ένα τελετουργικό εξαγνισμού, ο Χορός είναι μια ομάδα που συστρέφεται, θρηνεί και αγωνιά. Τα μέλη του φορούν μάσκες γερόντων και μέσα από αυτόν αναδύονται τα πρόσωπα του δράματος.