Πρόκειται ίσως για την πιο τρομερή τραγωδία από όσες έχουν διασωθεί. Παρόλο που δεν είναι λίγα τα έργα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας που περιγράφουν αποτρόπαιες πράξεις, το φινάλε των "Βακχών" ξεχωρίζει: η Αγαύη, μητέρα του βασιλιά της Θήβας Πενθέα, κατειλημμένη από τη βακχική μανία διαμελίζει τον γιο της και τον περιφέρει θριαμβευτικά στην πόλη, θεωρώντας ότι σκότωσε ένα λιοντάρι. Είναι μια τραγωδία πλημμυρισμένη στην ολότητά της από ένταση, την οποία προκαλεί η άρνηση του Πενθέα να δεχτεί τον νέο θεό, Διόνυσο και τα ήθη που φέρνει. Η άρνησή του μετατρέπεται σε ύβρη, διακηρύσσοντας την επιθυμία του "να πεθάνει ο θεός", κι έτσι η τιμωρία του θα είναι αμείλικτη. Οι συγκρούσεις του Πενθέα με τον ίδιο τον Διόνυσο (ο οποίος έχει εμφανιστεί στη Θήβα με ανθρώπινη μορφή, ως μύστης του θεού) αλλά και με όσους επιχειρούν να τον νουθετίσουν ενάντια στην τυφλή άρνησή του (ο μάντης Τειρεσίας, ο γηραιότερος του βασιλικού οίκου, Κάδμος) προσδίδουν στις "Βάκχες" μία κλιμακούμενη απειλητική ατμόσφαιρα, που κορυφώνεται στο φριχτό τέλος και την αποτρόπαια πράξη της Αγαύης. Παράλληλα, οι εικόνες που περιγράφουν την οργιώδη λατρεία του Διονύσου από τις μαινάδες, τις γυναίκες του Χορού, συνθέτουν μια τραγωδία που ενεργοποιεί ιδιαίτερα τις αισθήσεις και το ένστικτο.
Από αυτήν την τρομερή ατμόσφαιρα, ελάχιστα πράγματα μεταδόθηκαν στην παράσταση που σκηνοθέτησε η Έλενα Μαυρίδου. Η δημιουργός κατέφυγε στο δρόμο της λαϊκής και δημοτικής παράδοσης, παρασταίνοντας τις "Βάκχες" ως λαϊκό παραμύθι ή τελετουργικό δρώμενο (κάτι που έχει κι άλλες φορές επιλεχθεί για τη συγκεκριμένη τραγωδία, καθώς ταιριάζει στην ταυτότητα του θεού και τη φύση του μύθου), όμως τα εργαλεία της αποδείχθηκαν ένα άδειο περίβλημα. Το παιχνίδι με τις σκιές, η σύνθεση της μουσικής ακολουθώντας δημοτικά μονοπάτια και η κίνηση των μαινάδων που παρέπεμπε στα Αναστενάρια, δημιουργώντας από κοινού ένα κινητικό και μουσικό μοτίβο της βακχείας, που έδινε τον τόνο (μουσική: Γιώργος Μαυρίδης, επιμέλεια κίνησης της σκηνοθέτριας), η ζωόμορφη απόδοση κάποιων προσώπων ως υπόμνηση τελετών που ακόμη διασώζονται μέσα από την παράδοση του καρναβαλιού, ήταν στοιχεία που προσέδωσαν ύφος και ατμόσφαιρα.
Από εκεί και πέρα καμία δουλειά δεν έγινε με τους ήρωες, που απέμειναν να θυμίζουν κενά σύμβολα. Απογοητευτική ήταν κυρίως η ανάγνωση του Διονύσου (Δημήτρης Λάλος), που αποδόθηκε ως ένας κοινός νάρκισσος, ενώ συνολικά οι ηθοποιοί έμοιαζαν να κάνουν ό,τι μπορούν. Αμήχανα και χωρίς πειθώ υποστήριξαν τους ρόλους τους ο Θανάσης Δόβρης (Κάδμος) και ο Γιώργος Χριστοδούλου (Πενθέας), ενώ η Βίκυ Βολιώτη (Τειρεσίας) είχε τουλάχιστον την απαιτούμενη δραματική ένταση. Η σκηνοθέτρια ερμήνευσε την Αγαύη με ζήλο και πάθος, χωρίς όμως συνολικά να αποδώσει στη δική της ερμηνεία και σε αυτή των υπόλοιπων προσώπων το τραγικό μέγεθος. Στοιχειώδες το σκηνικό (ώστε να εξυπηρετεί προφανώς και τις ανάγκες της περιοδείας), αλλά με ενδιαφέρον αισθητικό στίγμα τα κοστούμια (σκηνικό-κοστούμια: Δήμητρα Λιάκουρα) και οι ολοπρόσωπες μάσκες (Αλέκος Μπουρελιάς - Archlabyrinth).
Περισσότερες πληροφορίες
Βάκχες
Το έργο αφηγείται την ιστορία του Διονύσου, ο οποίος επιστρέφει στη Θήβα για να εγκαθιδρύσει τη λατρεία του, συνοδευόμενος από έναν όμιλο γυναικών από τη Λυδία, τις Βάκχες. Η παράσταση επιχειρεί μία ερμηνευτική προσέγγιση και διερευνά την διονυσιακή μανία ή «βακχεία» με βασικά εργαλεία τον λόγο του Ευριπίδη, τον συνδυασμό της σύγχρονης με την παραδοσιακή μουσική, και μια κινησιολογία βασισμένη στην τελετουργία των Αναστεναρίων, που πιθανότατα αποτελεί επιβίωση θρησκευτικών πρακτικών από τη λατρεία του Διονύσου. Ο φυσικός ήχος της λύρας συνομιλεί με το σύγχρονο sound design και τα υλικά της φύσης με τα συνθετικά, σε μία παράσταση που οδηγεί τα σώματα ολοένα προς έναν οργιαστικό χορό.