Από τις πιο ωραίες τραγωδίες του Ευριπίδη, οι "Τρωάδες" θα μπορούσαν να χαρακτηρισθούν ως ένα μακρύ θρηνητικό τραγούδι, καθώς ο αρχαίος ποιητής φέρνει στο προσκήνιο τις γυναίκες της Τροίας με ένα έργο πυκνής δραματικής ατμόσφαιρας και αδιέξοδων, συντριπτικών αισθημάτων. Η ιστορία διαδραματίζεται στα παράλια της χώρας, εκεί όπου οι γυναίκες περιμένουν στωικά τη μοίρα τους, γνωρίζοντας ότι θα εγκαταλείψουν την αλωμένη πόλη τους ως σκλάβες των νικητών Ελλήνων, μετά τη λήξη του δεκαετούς πολέμου.
Η γοητεία αλλά και η παγίδα της τραγωδίας είναι η απουσία "σημαντικής" δράσης, καθώς η ιστορία εκτυλίσσεται ως ένας διαρκής θρήνος, που πυροδοτείται απ’ όσα εκκρεμούν να συμβούν: η Εκάβη, η άλλοτε κραταιά βασίλισσα, θα περάσει το υπόλοιπο του βίου της ως αιχμάλωτη του Οδυσσέα· η κόρη της Κασσάνδρα θα ακολουθήσει τον Αγαμέμνονα, ενώ για την νύφη της Ανδρομάχη, τη γυναίκα του Έκτορα, οι Έλληνες επιφυλάσσουν την πιο σκληρή μοίρα: ο γιος της ο Αστυάνακτας θα θανατωθεί, προκειμένου να μην διασωθεί το βασιλικό γένος της χώρας. Έτσι, η ιστορία προχωράει μέσα από μια σειρά αφίξεων προσώπων, τα οποία αποδεικνύονται μάντεις κακών ειδήσεων και λειτουργούν ως μοχλός εξέλιξης της δράσης, ή καλύτερα ανακύκλωσής της, καθώς κάθε νέα είδηση πυροδοτεί μια ακόμη μεγαλύτερη έκρηξη πένθους, απελπισίας και οργής.
Ο Χρήστος Σουγάρης σκηνοθέτησε την τραγωδία συγχρονίζοντάς την, χωρίς όμως να καταφύγει σε βεβιασμένους επικαιρικούς συνειρμούς. Τόνισε τη διαχρονικότητα των θεμάτων της (προσφυγιά, μοίρα των γυναικών στις εμπόλεμες ζώνες, αλαζονεία νικητή) χρησιμοποιώντας σύγχρονα στοιχεία στο σκηνικό· συγκεκριμένα έναν τηλεφωνικό θάλαμο, που προσέδωσε μια ωραία αίσθηση συμβολισμού, καθώς δεν έγινε μόνο καταφύγιο των γυναικών αλλά και λειτούργησε ως συνεχής υπόμνηση κακών ειδήσεων (ίσως και μιας καλής είδησης που αναμένεται μάταια) . Αντιθέτως, τα κοστούμια, αν και μετέδωσαν με τα λαμπερά χρώματα και υφάσματά τους κάτι από το περασμένο μεγαλείο των Τρωάδων, λειτούργησαν τελικά περισσότερο ως αισθητική παραφωνία (σκηνικά-κοστούμια: Ελένη Μανωλοπούλου).
Η παράσταση εστίασε κυρίως στις ερμηνείες, αναμενόμενα ίσως, μια που η ιστορία εξελίσσεται ουσιαστικά μέσα από τις συναισθηματικές καταστάσεις που βιώνουν τα πρόσωπα. Αδιαμφισβήτητα, σημείο αιχμής της αποτελεί η παρουσία της Ρούλας Πατεράκη στο ρόλο της Εκάβης. Η υποκριτική ευφυία και η ενσυνειδητότητα που μαρτυράει ο τρόπος με τον οποίο διεισδύει στην ψυχική κατάσταση της ηρωίδας επιβάλλεται και ξεπερνάει τις όποιες τεχνικές αδυναμίες της φωνής της. Λιτός, καθημερινός αλλά καίριος, σύμφωνα με τη σκηνοθετική ανάγνωση, ο Ποσειδώνας του Αντώνη Καφετζόπουλου και συγκινητικός ο Δημήτρης Πιατάς στο ρόλο του άγγελου κακών ειδήσεων, Ταλθύβιου. Δυναμική η ερμηνεία της Μαρίζας Τσάρη ως Ανδρομάχης (η σκηνή της είδησης για τη θανάτωση του Αστυάνακτα είναι από τις πιο δυνατές της παράστασης), γοητευτική και αγέρωχη η Ελένη της Κλειώς Δανάης Οθωναίου. Η Κασσάνδρα αποδόθηκε με υπέρ το δέοντα εξπρεσιονισμό από τη Μαρία Διακοπαναγιώτου, καθώς σκηνοθεσία και ερμηνεύτρια αντιμετώπισαν έναν ρόλο με ιδιαιτερότητες: η ηρωίδα κατειλημμένη από ένθεη μανία προφητεύει τα δεινά που θα βρουν το γένος των Ατρειδών. Μονοκόμματος ο Μενέλαος του Αλέξανδρου Μπουρδούμη στο σύντομο πέρασμα που του επιφυλάσσει ο Ευριπίδης, ενώ μάλλον ακατανόητη παραμένει η απόφαση να μοιραστεί ο ρόλος της Αθηνάς σε πολλές ηθοποιούς, σαν σε μια επιθυμία να πολλαπλασιαστεί ο λόγος της.
Ο Χορός αποτέλεσε μάλλον μια χαμένη ευκαιρία. Είδαμε, επιτέλους, έναν πολυπληθή Χορό με συνεχή παρουσία επί σκηνής –και ήταν μια δυνατή εικόνα- που όμως δεν διακρίθηκε ως προς την κίνηση (Ερμής Μαλκότσης) ούτε δικαιώθηκε από τη μουσική/τραγουδιστική του παρουσία. Η πρωτότυπη σύνθεση του Στέφανου Κορκολή μπορεί να αποτέλεσε ένα ωραίο άκουσμα ήταν όμως μια μη αναμενόμενη επιλογή, ως προς την αντιστοιχία της με τα συναισθήματα του έργου, κι έτσι δεν κατάφερε να δώσει στην παράσταση το συναισθηματικό στίγμα που χρειαζόταν, ούτε στις ηθοποιούς του Χορού τη βοήθεια εκείνη που θα ενίσχυε το ρόλο τους.
Περισσότερες πληροφορίες
Τρωάδες
Σε αναμονή της αναχώρησής τους για την Ελλάδα, οι αιχμάλωτες γυναίκες της Τροίας θρηνούν για την άλωση της πόλης τους. Μαζί τους η Εκάβη, που έρχεται αντιμέτωπη με τρομερές συμφορές: η κόρη της Πολυξένη σκοτώνεται στον τάφο του Αχιλλέα και ο μικρός εγγονός της Αστυάνακτας αποφασίζεται από τους Αχαιούς να θανατωθεί. Την ίδια ώρα, η Κασσάνδρα προμηνύει τις καταστροφές που θα βρουν τους Έλληνες στον δρόμο της επιστροφής. Σε αυτήν την τραγωδία, ο Ευριπίδης επιχειρεί να υπενθυμίσει τη σημασία τού να παραμένει κανείς άνθρωπος και προβάλλει τη δύναμη εκείνη που κάνει τον άνθρωπο να επιμένει ακόμα και μετά την καταστροφή.