Ο υπότιτλος "μια κωμωδία με dna τραγωδίας" ξεκλειδώνει σε μεγάλο βαθμό την παράσταση των αριστοφανικών "Βατράχων" που σκηνοθετεί η Έφη Μπίρμπα. Πρόκειται αδιαμφισβήτητα για μια ξεχωριστή πρόταση, που τοποθετείται (μαζί με αυτή της Αργυρώς Χιώτη στο ίδιο έργο δυο χρόνια πριν, αλλά και με τη "Λυσιστράτη" του Μιχαήλ Μαρμαρινού και τους "Όρνιθες" του Νίκου Καραθάνου λίγο νωρίτερα) στις απόπειρες ξαναδιαβάσματος με ανανεωτική ματιά του αρχαίου κωμωδιογράφου και την απόσπασή του από την παράδοση της επιθεωρησιακής αναβίωσης - και ειδικά της εκφυλισμένης της μορφής.
Τα "Βατράχια" (διασκευή Έφης Μπίρμπα-Άρη Σερβετάλη βασισμένη στη μετάφραση του Κωνσταντίνου Μπλάθρα) είναι μια σχεδόν λυγμική παράσταση. Δεν είναι τυχαίο ότι η δράση τοποθετείται συνεχώς στο ημίφως (φωτισμοί Γιώργου Καρβέλα), ενώ το αίσθημα που επικρατεί είναι κυρίως δραματικό. Η σκηνοθεσία σαν να πιάστηκε από το -φοβερό πράγματι- αίσθημα που προκαλεί η ιδέα της κατάβασης στον Άδη, στον κόσμο των νεκρών, και παρέδωσε μια παράσταση με ατμόσφαιρα απόκοσμη, εφιαλτική, μεταφυσική, που διατρέχεται από το άλγος της ύπαρξης και την ανάγκη διακήρυξης ενός διαφορετικού τρόπου να (συν)υπάρχουμε.
Χαρακτηριστικές στάθηκαν η σκηνή της άφιξης του Διονύσου στον Άδη, βουτηγμένη στο σκοτάδι, με τα συναισθήματα του φόβου και του άγχους να επικρατούν, καθώς κι αυτή κατά την οποία ο Διόνυσος, ανεβασμένος στον τεράστιο τροχήλατο μπόγο που θα αποκαλύψει αργότερα μια ανθρώπινη καρδιά- προβαίνει σε έναν μονόλογο "υπέρ αγάπης". Η παράσταση συνολικά καταθέτει σχόλιο για την ανάγκη ύπαρξης ενός "άλλου" ανθρώπου, που θα σέβεται τη φύση, θα δημιουργεί και θα χαίρεται την υψηλή τέχνη, που οι πράξεις του θα εκπορεύονται από την αγάπη, που θα σώσει τον κόσμο και τη χώρα από την αυτοκαταστροφή τους.
Όλα αυτά δίνονται μέσα σε μια συνθήκη ερμηνευτικής εγκράτειας και αισθητικής ομορφιάς: το σκηνικό που υπογράφει η σκηνοθέτρια είναι μια λίμνη πάνω στην οποία αντικατοπτρίζονται τα κοστούμια (Έφη Μπίρμπα-Βασιλεία Ροζάνα), ειδικά κατά την εντυπωσιακή σκηνή όπου οι γυναίκες του πανδοχείου υποδέχονται τον Διόνυσο και τον Ξανθία. Έχουμε μια παράσταση με πολλές θεατρικές αναφορές, εξάλλου η ίδια η ιστορία των "Βατράχων" αποτελεί ένα μεταθεατρικό σχόλιο˙ με πλήρη απουσία κάθε επικαιροποίησης, επιθεωρησιακής διάθεσης και φτηνού χιούμορ, ενώ κι ο ίδιος ο Διόνυσος παρουσιάζεται ως ένας εκλεκτικός θεός, που έχει κουραστεί από τον ευτελισμό του θεάτρου και της αριστοφανικής κωμωδίας. Μέσα σε αυτό το πλαίσιο η μετάφραση αποφεύγει το εύκολο αστείο, όμως είναι υπέρ το δέον "λογοτεχνική", με σχήματα λόγου και περίτεχνες εκφράσεις˙ αποδεικνύεται εμπράκτως πως δεν "παίζεται" εύκολα. Είναι επίσης μια παράσταση με στοιχεία αυτοσχεδιασμού ειδικά κατά τη (μακροσκελή) σκηνή της έναρξης και αντιμετώπιση του ζεύγους Διονύσου-Ξανθία ως κομμάτι μιας αλυσίδας πολλών ζευγαριών της παγκόσμιας δραματουργίας και λογοτεχνίας, από τον Θερβάντες ως τον Μπέκετ.
Μέσα σε όλα αυτά, όμως, ξεχνιέται η ανάγκη της δραματικής οικονομίας και η παράσταση απλώνει, βαραίνει και βυθίζεται στη δίνη της υπαρξιακής αγωνίας που τη γέννησε. Επίσης, το κωμικό αφήνεται συντριπτικά εκτός στόχου, και μόνο μέσω του Ξανθία μπαίνει στη σκηνή (από έναν πολύ καλό Μιχάλη Σαράντη), αλλά με μια διακριτικότητα σαν να μη θέλει να "ενοχλήσει" τη δραματική ατμόσφαιρα που έχει δημιουργηθεί. Η κορυφαία κωμική σκηνή της διαμάχης μεταξύ Αισχύλου και Ευριπίδη, που θα κρίνει ποιος θα επιστρέψει στον Πάνω Κόσμο, μετατρέπεται σε μια στείρα αντιπαράθεση αποσπασμάτων από τραγωδίες ("Βάκχες", "Ορέστεια") που δεν εξυπηρετεί καμία σκηνική λειτουργικότητα και επιβαρύνει ακόμη περισσότερο την αρρυθμία της παράστασης.
Πολύ καλή η σχέση μεταξύ του Άρη Σερβετάλη και του Μιχάλη Σαράντη στο δίδυμο Διόνυσος-Ξανθίας, σε δύο ερμηνείες με υπόγειες ποιότητες και λεπτές αποχρώσεις. Διακρίνεται και ο Έκτορας Λιάτσος ειδικά στο ρόλο του Ηρακλή, μια που είναι μάλλον παροπλισμένος από τη σκηνοθεσία όταν καλείται να ερμηνεύσει τον Ευριπίδη, όπως και, αντιστοίχως, ο Αργύρης Ξάφης ως Αισχύλος. Παρ’ όλ’ αυτά, η ικανότατη ερμηνευτική ομάδα (Ηλέκτρα Νικολούζου, Μαίρη Μηνά, Νάνσυ Μπούκλη, Αλεξάνδρα Καζάζου, Κυριάκος Σαλής Μιχάλης Θεοφάνους) δημιουργεί εικόνες και συναισθήματα, πολλές φορές μάλιστα μόνο με τη φωνητική της παρουσία (όπως στο χορικό των Βατράχων) πάνω στην ωραία μουσική του Constantine Skourlis, πλαισιώνοντας ωραία το κεντρικό δίδυμο.
Η παράσταση παρουσιάστηκε στο Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου στις 28-29 Ιουλίου. Θα επαναληφθεί στο Ωδείο Ηρώδου του Αττικού (31/8) και στα ανοιχτά θέατρα των αττικών δήμων.
Περισσότερες πληροφορίες
Βατράχια
Η Αθήνα διανύει μια βαθιά πολιτική και πνευματική κρίση θεσμών και αξιών. Στην άνυδρη και δυσοίωνη πραγματικότητα της πόλης, ο Διόνυσος, πατέρας κι εμπνευστής του θεάτρου, ξεκινά το ταξίδι στον Κάτω Κόσμο για να φέρει πίσω τον σπόρο της αναγέννησης, την ποίηση, ώστε να σώσει τον κόσμο που καταρρέει. Με συνοδοιπόρους τον Ξανθία και τον θόρυβο των βατράχων, μέσα από αλλεπάλληλες κωμικές και παράδοξες συναντήσεις φτάνει στον Άδη για να αναστήσει τον Ποιητή, εκείνον που μπορεί ν’ αναμετρηθεί με την επερχόμενη καταστροφή. Με όραμα τη μεγάλη ιδέα της σωτηρίας του κόσμου, η κάθοδος του Διονύσου στον Άδη γίνεται ταυτόχρονα κατάβαση στον ίδιο τον μηχανισμό του θεάτρου.