Τριακόσια πενήντα χρόνια από τη συγγραφή τους, οι μολιερικές κωμωδίες συνεχίζουν να βάζουν σπαζοκεφαλιές στους σκηνοθέτες. Καθώς σατιρίζουν διαχρονικά ανθρώπινα χαρακτηριστικά και ελαττώματα διατηρούν τη δημοφιλία τους, δεν παύουν όμως να φέρουν το βάρος των χρόνων που χωρίζουν την εποχή τους από τη δική μας. Ο "Ταρτούφος", συγκεκριμένα, είναι μία από τις δημοφιλέστερες και σατιρίζει τη θρησκοληψία και την υποκρισία, μέσα από το μοτίβο του ομώνυμου ήρωα, ενός απατεώνα που, με την υποκριτική επίφαση ενός βαθιά θεοσεβούμενου ανθρώπου, κερδίζει την απόλυτη αφοσίωση και εμπιστοσύνη του Οργκόν, σε σημείο που παρά λίγο να του "φάει" την περιουσία και να βιάσει τη σύζυγό του.
Ο Γιάννης Νταλιάνης σκηνοθέτησε το έργο με την επιθυμία να καταδειχθεί η διαχρονία του (ενδεικτικές και οι ενδυματολογικές επιλογές της Άρτεμις Φλέσσα που αντλούν από διάφορες τάσεις) κι έτσι στην παράσταση συνυπάρχουν αισθητικά στοιχεία και επιλογές που αντιστοιχούν στον 17ο αι. –η μετάφραση του Ανδρέα Στάικου, που διατηρεί και αποδίδει τον έμμετρο μολιερικό λόγο– με άλλα που διατρέχουν τους αιώνες, φτάνουν ως τον 20ό και τη δεκαετία του 1950 –οι μουσικές του Έλβις που ντύνουν την παράσταση– και καταλήγουν στις μέρες, μέσα από τη διακριτική επικαιροποίηση, καθώς εντοπίζονται εμβόλιμες αναφορές τόσο σε πρόσωπα της τρέχουσας πολιτικής επικαιρότητας όσο και σε σύγχρονα κοινωνικά θέματα, με κυριότερο το #metoo.
Πρόκειται για σκηνοθετικές επιλογές καθ’ όλα θεμιτές, που όμως δεν αποδεικνύουν απαραίτητα την οργανική τους σύνδεση με τα τεκταινόμενα, όπως μετέωρη μένει η σκηνοθετική επιλογή να διατηρηθεί στο φινάλε του έργου η εγκωμιαστική –σαφής παρόλο που δεν τον κατονομάζει– αναφορά του Μολιέρου στον βασιλιά Λουδοβίκο· μια αναφορά που προέκυψε μάλλον για να αρθεί η λογοκρισία (μετά την πρώτη παράσταση του "Ταρτούφου" που δόθηκε προς τιμήν του Λουδοβίκου, η Αυλή και οι εκκλησιαστικοί κύκλοι, θιγμένοι από τις σατιρικές αναφορές, απαγόρευσαν τις παραστάσεις του), αλλά πλέον ακούγεται παράταιρη, ειδικά στο κλείσιμο μιας παράστασης που έχει ασκήσει –έστω διακριτικά– και πολιτική κριτική.
Συνολικά, πάντως, η ματιά του σκηνοθέτη επικεντρώνεται στο κωμικό συναίσθημα και προσφέρει μια παράσταση καθαρού θεάτρου, με το αποτέλεσμα να αποδεικνύεται ανάλαφρο και διασκεδαστικό. Κέντρο βάρους της παράστασης είναι οι ερμηνείες και οι χαρακτήρες σκιτσάρονται τόσο ώστε να βρίσκονται στο όριο της καρικατούρας, χωρίς να ξεπέφτουν σε χονδροειδείς αποδόσεις. Ο Μάνος Καρατζογιάννης φέρει όλη την αντιπάθεια αλλά και τη γελοιότητα του υποκριτή πρωταγωνιστικού ήρωα, η Αγγελική Μαρίνου επιδεικνύει ωραία κωμική φλέβα ως Ντορίν, ο Θανάσης Βλαβιανός αποδίδει ωραία τον κομβικό ρόλο του –σε εξωφρενικό βαθμό– υποδουλωμένου στον Ταρτούφο Οργκόν, καθώς και όλοι οι υπόλοιποι ηθοποιοί πραγματοποιούν ωραίες ερμηνείες, η Ελίζα Σκολίδη (Ελμίρα), η Χριστίνα Θεοδωροπούλου (Κυρία Περνέλ), ο Γιώργος Κορομπίλης (Κλεάνθης), η Μέγκι Σούλι (Μαριάννα), ο Κωνσταντίνος Ζωγράφος (Δάμις) και ο απολαυστικότατος Θωμάς Σιέκος στον σχεδόν βουβό ρόλο του Ακάκιου, βοηθού του Ταρτούφου
Περισσότερες πληροφορίες
Ταρτούφος
Η σκοτεινή κωμωδία του κορυφαίου Γάλλου κωμωδιογράφου για την υποκρισία ανεβαίνει σε μια εκδοχή εμπνευσμένη από την σύγχρονη πραγματικότητα, εμπλουτισμένη με τραγούδια του Έλβις Πρίσλεϊ, που χρησιμοποιούνται ως μέσο αποπλάνησης.