Έργο του 2009, ο "Χρυσός δράκος" μεταχειρίζεται μία μάλλον πρωτότυπη θεατρική φόρμα, για να μιλήσει για τη σκληρή ευρωπαϊκή πραγματικότητα της ξενοφοβίας, του ρατσισμού και της (σεξουαλικής) εκμετάλλευσης. Ο Γερμανός Ρόναλντ Σιμελπφένιχ καταφεύγει σε μία αποσπασματική γραφή, δανείζεται στοιχεία από το θέατρο του Μπρεχτ και καταθέτει ένα θεατρικό έργο που δομείται σαν παζλ πολλών μικρών ιστοριών. Η δράση επικεντρώνεται σε ένα ταϊλανδο-κινεζο-βιετναμέζικο εστιατόριο καθώς και στα διαμερίσματα πάνω από αυτό, και αφορά στις προσωπικές ιστορίες των εργαζομένων στην κουζίνα του, των θαμώνων, του ιδιοκτήτη, των ενοίκων των διαμερισμάτων που βρίσκονται πάνω από αυτό – ιστορίες που αρχικά δείχνουν "ατάκτως ερριμμένες", αλλά δημιουργούν τελικά ένα δραματικό σύμπαν.
Επίκεντρο και όχημα για την εξέλιξη της δράσης είναι ένας από τους μάγειρες , ο "μικρός" και "ξένος", που υποφέρει από έναν φριχτό πονόδοντο. Στριμωγμένος με άλλους τέσσερις στη μικροσκοπική κουζίνα εκτελεί παραγγελίες, προσπαθεί να ξεχάσει τον πόνο του και ψάχνει την αδερφή του: μια νεαρή κοπέλα την οποία ποτέ δεν θα βρει, αν και εμείς θα διαπιστώσουμε πως βρίσκεται κλεισμένη σε ένα διαμέρισμα λίγα μέτρα μακριά του, ως θύμα trafficking. Ο συγγραφέας μοιράζει δεκαεφτά ρόλους σε πέντε ηθοποιούς, δομεί την ιστορία του χωρίς να καταφεύγει στη γραμμική σειρά, χρησιμοποιεί κατά βάση την τριτοπρόσωπη αφήγηση παρά το διάλογο, προτείνει οι ρόλοι να παίζονται από ηθοποιούς διαφορετικού φύλου από τους ρόλους που υποδύονται (κάτι που ακολουθεί ο σκηνοθέτης της παράστασης), παρεμβάλλει στοιχεία αποστασιοποίησης αλλά και λυρικά και συμβολικά μοτίβα και δημιουργεί ένα έργο που γοητεύει με την περίεργη ομορφιά του, έστω κι αν το φινάλε του είναι συντριπτικό.
Το ενδιαφέρον αιχμαλωτίζει και η παράσταση που σκηνοθετεί ο Γιώργος Ματζιάρης, που παίζει με τους κώδικες του έργου και τονίζει τον μη ρεαλιστικό χαρακτήρα του με πολλή σωματικότητα, με το χιούμορ να παρεισφρέει, με σκηνές που ακολουθούν η μία την άλλη σε συνεχή ρυθμό και τους ηθοποιούς να περνούν από ρόλο σε ρόλο σαν σε χορογραφία. Ακάματοι οι ηθοποιοί, η Γιούλικα Σκαφιδά, ο Χρήστος Σαπουντζής, ο Δημήτρης Αλεξανδρής, ο Στρατής Χατζησταματίου και η Φωτεινή Παπαχριστοπούλου επιδίδονται σε ένα πανδαιμόνιο ερμηνείας ανθρώπων χωρίς "ταυτότητα", που προσδιορίζονται από το φύλο, την εθνικότητα, την ηλικία ή την ιδιότητά τους. Ο τελευταίος μονόλογος της Σκαφιδά, στο ρόλο του "ξένου", που, νεκρός πια, οδεύει στο τελευταίο ταξίδι που θα τον επανενώσει με την οικογένειά του, είναι από τις πιο συγκινητικές της παράστασης, όπως και η παρουσία του Χατζησταματίου στο ρόλο της νεαρής αδερφής του. Στη λυρική και ποιητική ατμόσφαιρα της παράστασης συνηγορούν οι ωραίες σκηνικές λύσεις, που ακολουθούν την ανάγκη για αποφυγή της νατουραλιστικής αληθοφάνειας, όπως και οι φωτισμοί της Μελίνας Μάσχα και η μουσική του Λευτέρη Βενιάδη.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο χρυσός δράκος
Με φόντο το ομώνυμο ταϊλανδο-κινεζο-βιετναμέζικο εστιατόριο και όσα συμβαίνουν μέσα, δίπλα και πάνω από αυτό εκτυλίσσεται η πολυπρόσωπη ιστορία όπου πέντε ηθοποιοί ερμηνεύουν δεκαεπτά διαφορετικούς χαρακτήρες σε ένα έργο που σχολιάζει την κοινωνικοπολιτική πραγματικότητα με καυστικό χιούμορ και καταιγιστικό ρυθμό. Η εικόνα της φθαρμένης Ευρώπης που σταδιακά φτάνει στη δύση της απασχολεί τον συγγραφέα, όπως και οι ανθρώπινες σχέσεις, η βία, η μετανάστευση, το trafficking και η ανάγκη μας για επιβίωση. Το βαθιά πολιτικό έργο επικεντρώνεται στην ιστορία ενός παράνομου Κινέζου που υποφέρει από πονόδοντο και τη χαμένη μικρή αδελφή του που, χωρίς να το γνωρίζει, ζει μερικά πατώματα μακριά.