Αναζήτηση ταυτότητας, σύγκρουση τέχνης και ζωής, σχέσεις γονέα-παιδιού, απογαλακτισμός είναι μερικά από τα θέματα που θέτει το θεατρικό έργο της Μαρίας Δριμή, που δημιουργήθηκε στο πλαίσιο της Σχολής Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του θεάτρου Πορεία (το οποίο έχει δώσει άξια δείγματα σκηνικής γραφής και τα προηγούμενα χρόνια, συγκεκριμένα το "Labor" της Ανθής Τσιρούκη και το "Νυχιάνγκ" της Ευαγγελίας Γατσωτή, που παραστάθηκαν επίσης στο ίδιο θεάτρο). Η συγγραφέας μεταχειρίζεται ένα ωραίο εύρημα, καθώς συνθέτει την ιστορία του Μαρκ, ενός ταλαντούχου συγγραφέα, που πάσχει όμως από αγοραφοβία και ζει κλεισμένος στο σπίτι του υπό την τρομερή επιρροή και τον έλεγχο της μητέρας του, Μπεθ. Καθώς προκύπτει η ανάγκη προώθησης της δουλειάς του, η Μπεθ καταφεύγει στην ιδέα να προσληφθεί ένα "alter ego" κι έτσι μπαίνει στη ζωή τους ο Τζέικ, προκειμένου να αντικαθιστά τον Μαρκ στις δημόσιες εμφανίσεις του. Τι θα γίνει όμως όταν ο Τζέικ ερωτευθεί και κάνει σχέση με την Κάρεν, η οποία θεωρεί ότι πρόκειται για τον διάσημο συγγραφέα; Κι ακόμη περισσότερο, τι θα γίνει όταν Μαρκ, καθώς γίνεται σιγά σιγά φίλος με τον Τζέικ και την Κάρεν, γνωρίσει τον έξω κόσμο και θελήσει να αποδεσμευτεί από τα μητρικά δεσμά;
Η συγγραφέας έχει δημιουργήσει ένα ωραίο σύμπαν χαρακτήρων και καταστάσεων και εισάγει με επιδεξιότητα στο κάδρο της παράπλευρα μοτίβα και θεματικές. Στην ιστορία της μπλέκουν τα φαντάσματα του παρελθόντος και η κομβική σχέση του Μαρκ με τον θείο του, η εμμονή του να γράφει μόνο σε γραμματοσειρά Garamond, ενώ το έργο βρίσκεται σε έναν διαρκή διάλογο με το θεατρική και τη συγγραφική τέχνη, πότε μέσα από τις ενδοθεατρικές αναφορές πότε χάρη στο μοτίβο της ελεγκτικής μητέρας που σκηνοθετεί τη ζωή του γιου της. Κι όλα αυτά χωρίς σοβαροφάνεια ούτε φλυαρία, η συγγραφέας τροφοδοτεί τη σκέψη του θεατή χωρίς καθόλου να παραμελεί την αισθητική του τέρψη.
Πολύ καλή δουλειά ως προς αυτό έχει κάνει και ο -πρωτοεμφανιζόμενος- Ρώσος σκηνοθέτης Sergei Okunev, δίνοντας άξια δείγματα γραφής που υπόσχονται πολλά για το μέλλον. Το έργο στα χέρια του δείχνει να απογειώνεται, αποκτάει μια παιχνιδιάρικη όσο και σκοτεινή διάθεση - εντείνοντας τα συναισθήματα και τα μοτίβα τέχνης και ζωής, αλήθειας και ψέματος, φωτός και σκοταδιού που εμπεριέχει το ίδιο το έργο. Ωραίες οι σκηνογραφικές και ενδυματολογικές λεπτομέρειες (Αλέγια Παπαγεωργίου), που καταδεικνύουν την παιδικότητα στην οποία είναι καταδικασμένος από τη μητέρα του ο Μαρκ, επιδραστικός ο σκηνικός συμβολισμός της μαριονέτας ως υπόμνησης του παρελθόντος που στοιχειώνει τον ήρωα, σημαντικές στη δημιουργία ύφους η μουσική επένδυση (Panú) και η περιπαιχτική κίνηση και χορογραφία (Κατερίνα Φώτη), όπως και οι φωτισμοί που παίζουν με τις σκιές και δημιουργούν θεατρική ατμόσφαιρα (Ναυσικά Χριστοδουλάκου).
Πολύ ωραίες και οι ερμηνείες των τεσσάρων ηθοποιών: η Μαρία Ζορμπά ως Μπεθ, που ζει και ανθίζει μέσω του ρόλου της ως (χειριστικής) μητέρας, ο Αλέξανδρος Μαυρόπουλος, άβουλος και ευνουχισμένος Μαρκ στο δρόμο προς την αυτοπραγμάτωση, ο Χάρης Τζωρτζάκης, που υποστηρίζει πολύ ωραία τον Τζέικ στην προσπάθειά του να διατηρήσει την προσωπική του ταυτότητα, και η Σίλια Μπισιώτη, που ερμηνεύει με ανεπιτήδευτη φρεσκάδα την Κάρεν.
Περισσότερες πληροφορίες
Garamond 12
Ο Μαρκ Χάντερ, ένας ταλαντούχος ανερχόμενος συγγραφέας, πάσχει από αγοραφοβία και ζει διαρκώς κλεισμένος στο σπίτι μαζί με την υπερπροστατευτική μητέρα του και προσκολλημένος στην ανάμνηση του πρόωρα χαμένου θείου του. Αν και κάθε μυθιστόρημά του γίνεται επιτυχία, ο ίδιος αδυνατεί να εκτεθεί ως καλλιτέχνης με του όρους των δημοσίων σχέσεων. Όταν η πίεση γίνεται αφόρητη, προσλαμβάνει τον Τζέικ, ένα εξωστρεφές alter ego του, για να παρουσιάζεται ως Μαρκ στο κοινό, πλάθοντας έναν "ιδανικό" εαυτό και ένα γοητευτικό αντικείμενο πόθου. H εμφάνιση μιας νεαρής επίδοξης συγγραφέως στη ζωή του Τζέικ, φέρνει τον Μαρκ σε αδιέξοδο, αφού είναι θέμα χρόνου να αποκαλυφθεί η πραγματικότητα. Το έργο είναι αποτέλεσμα της Σχολής Πυροδότησης Θεατρικής Γραφής του «Πορεία».