Είναι σχεδόν συγκινητικό και σίγουρα αξιοσημείωτο το γεγονός πως ένας από τους τιτάνες της παγκόσμιας σκηνοθεσίας δείχνει τέτοια πίστη στην αυτοδυναμία του κειμένου και παραδίδει μια καθαρή, και κλασικιστική στην όψη, παράσταση του "Μισάνθρωπου". Ενώ η συντριπτική πλειονότητα των σημαντικότερων σκηνοθετών χρησιμοποιούν τα κλασικά κείμενα κυρίως ως αφορμή ή μέσο για να διατυπώσουν ευρύτερες τοποθετήσεις πάνω στα θέματά τους, ο Πέτερ Στάιν ανεβάζει τη μολιερική κωμωδία αποδεσμευμένος από την ανάγκη να "μιλήσει" μέσω αυτής. Αυτό που παραδίδει επί σκηνής είναι αυτούσιο το κείμενο, σύμφωνα βέβαια με την προσωπική του αισθητική και ερμηνεία· έτσι, η παράσταση δεν λειτουργεί μόνο ως καλλιτεχνικό δημιούργημα, αλλά και –άθελά της ίσως– ως κάποιου είδους τεστ, ως μια δοκιμασία που καλείται να απαντήσει στο ερώτημα κατά πόσον αντέχουν τα μολιερικά ή και συνολικότερα τα κλασικά έργα χωρίς "έξωθεν" παρεμβάσεις.
Η παράσταση αναδεικνύει το έργο στην ολότητά του, άρα τα δυνατά σημεία αλλά και τα μειονεκτήματά του· καλύτερα, τόσο τα χαρακτηριστικά που γοητεύουν όσο και αυτά που αποδεικνύονται δυσλειτουργικά. Η συγγραφική δεξιοτεχνία στον έμμετρο λόγο είναι ένα καλό παράδειγμα και για τα δύο, μιας και οι λογοτεχνικές ποιότητες δεν εγγυώνται μια επιτυχημένη σκηνική απόδοση. Στη συγκεκριμένη περίπτωση, οι ηθοποιοί εγκλωβίζονται συχνά στο ρυθμό της έμμετρης δεκαπεντασύλλαβης μετάφρασης (Λουίζα Μητσάκου), κάτι που παρασύρει παράσταση και ερμηνείες σε μια γραμμική ισοπέδωση.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος, στο ρόλο του πικρόχολου Αλσέστ που δοκιμάζεται στον έρωτά του για τη ματαιόδοξη Σελιμέν, έχει αποβάλει κάποιες αναγνωρίσιμες μανιέρες του αλλά εμφανίζεται μάλλον συγκρατημένος, όπως και ο Γιωργής Τσαμπουράκης ως Φιλέντ. Συνολικά, η παράσταση χρειαζόταν πιο ζωηρή ενέργεια και περισσότερες κλιμακώσεις ρυθμού και συναισθήματος – ίσως δεν κατακτήθηκε η απαιτούμενη συλλογικότητα μεταξύ των Ελλήνων ηθοποιών και του ξένου σκηνοθέτη; Ξεχωρίζουν η Νάνσυ Μπούκλη, που, ξεπερνώντας τη δυσκολία του δεκαπεντασύλλαβου, δίνει ύφος στην Ελιάντ, ενώ την ανάγκη για το κωμικό συναίσθημα εκπληρώνουν η απόδοση του υπερφίαλου Ορόντ από τον Γιώργο Γλάστρα και των δύο κωμικών αντίζηλων του Αλσέστ στον έρωτα για τη Σελιμέν (Θεοδόσης Τανής, Αχιλλέας Σκεύης). Η έμπειρη Όλια Λαζαρίδου αποδίδει με αυτοπεποίθηση την υποκρίτρια ηθικολόγο Αρσινόη, ενώ η Παρασκευή Δουρουκλάκη δίνει κάπως σχηματικά το ρόλο της –μάλλον αντιπαθητικής σύμφωνα με αυτήν τη σκηνοθετική ανάγνωση– Σελιμέν.
Αν μη τι άλλο εντυπωσιακή και υψηλής αισθητικής η κλασικιστική όψη στα κοστούμια και τις περούκες, ενώ το μοναδικό και σταθερό σκηνικό μπροστά από το οποίο εκτυλίσσεται ολόκληρη η δράση, μια ξύλινη πρόσοψη με γυάλινες πόρτες/καθρέφτες, χαρίζει ωραία κορύφωση στο φινάλε, όταν ανοίγει για να οδηγήσει τον Αλσέστ στην έξοδο κινδύνου· πρόκειται ίσως και για μια προσωπική νύξη του Στάιν, τη μόνη σε όλη την παράσταση, έναν δικό του καλλιτεχνικό (απο)χαιρετισμό.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο Μισάνθρωπος ή Ο πικρόχολος ερωτευμένος
Με αφορμή τα 400 χρόνια από τη γέννηση του Μολιέρου, ένας από τους σημαντικότερους ευρωπαίους σκηνοθέτες, ο Πέτερ Στάιν, υπογράφει το ανέβασμα της εμβληματικής και πάντα επίκαιρης, πικρής κωμωδίας που καυτηριάζει την κοινωνική υποκρισία. Η ανειλικρίνεια και η εξαπάτηση του ίδιου μας του εαυτού ή των άλλων εξοργίζουν τον Αλσέστ, ο οποίος είναι διατεθειμένος να υποστεί οποιεσδήποτε συνέπειες αναλογούν στην “κακότροπη για πολλούς” συμπεριφορά του, προκειμένου να παραμείνει πιστός στις ιδέες του. Η παράσταση ανέβηκε πρώτη φορά από τον γερμανό θεατράνθρωπο το 2018 στο Παρίσι, σημειώνοντας τεράστια καλλιτεχνική και εισπρακτική επιτυχία με δεκάδες παραστάσεις σε ολόκληρη τη Γαλλία.