Αν και η υπόθεση τοποθετείται στη Γερμανία του 1930, το "Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα" μπορεί να χαρακτηριστεί περισσότερο ως ένα αλληγορικό έργο παρά ως ένα έργο για το ναζισμό. Διαδραματίζεται στο Βερολίνο κατά τους δεκαοχτώ μήνες από την πρωτοχρονιά του ’32 μέχρι το φθινόπωρο του ’33, όταν κατέρρευσε η Δημοκρατία της Βαϊμάρης και ανήλθε ο Χίτλερ στην εξουσία, εγκαθιδρύοντας τους μηχανισμούς του Γ’ Ράιχ, και οι ήρωες είναι μια παρέα καλλιτεχνών που βρίσκονται στη δίνη των εξελίξεων. Παρ’ όλα αυτά, ο Κούσνερ δεν έγραψε ένα έργο για το τότε αλλά ένα έργο για την εποχή του και για κάθε εποχή, ένα έργο για τα μέσα της δεκαετίας του ’80, όταν και γράφτηκε, αναφερόμενο ευθέως στην πολιτική του Ρέιγκαν, αλλά και για εποχές μεταγενέστερες (εξάλλου, ο συγγραφέας επανήλθε στο έργο το 2020 και το προσάρμοσε με αφορμή τη διακυβέρνηση Τραμπ). Γι’ αυτό και το διατρέχει το αποδεσμευμένο από συγκεκριμένες χρονικές συγκυρίες, φλέγον ερώτημα: Ποια η θέση μας ατομικά μέσα στην Ιστορία; Τη διαμορφώνουμε ή εμείς διαμορφωνόμαστε απ’ αυτή;
Πρόκειται για ένα έργο που μιλάει για κρίσιμες πολιτικές και ιστορικές συγκυρίες, άρα και για το εδώ και το τώρα, όπως αποδεικνύει η παράσταση του Εθνικού Θεάτρου. Χωρίς να έχουν προστεθεί επίκαιρες ή εγχώριες νύξεις, κι ενώ ο χρόνος δράσης και η αντίστοιχη αισθητική των κοστουμιών (Βάνα Γιαννούλα) και των σκηνικών (Τίνα Τζόκα) έχουν κρατηθεί στο Βερολίνο του ’30, η ιστορία φτάνει σ’ εμάς σε όλη τη δραματική διαχρονικότητά της: η στροφή σε συντηρητικές πολιτικές, οι διώξεις κοινωνικών και φυλετικών ομάδων, η καταστρατήγηση ατομικών ελευθεριών και συλλογικών δικαιωμάτων, στοιχεία που τόσο έντονα, στον ακραίο βαθμό, χαρακτήρισαν τη ναζιστική περίοδο και τη χιτλερική πολιτική δεν ηχούν ξένα ούτε μακρινά. Αυτό το κουδουνάκι που χτυπούν κείμενο και παράσταση είναι η πρωταρχική δύναμή τους, έστω κι αν σε κάποια σημεία η παράσταση γίνεται διδακτική (καθώς τα φώτα της πλατείας ανάβουν κι οι ηθοποιοί απευθύνονται στους θεατές) και ζημιώνεται η δύναμη του θεάτρου να ασκεί εμμέσως και υπογείως την επίδρασή του.
Ο Γιάννης Μόσχος σκηνοθέτησε με αγάπη το έργο και τους ηθοποιούς, αν και κάπως συγκρατημένα. Φώτισε το χιούμορ και τα εξωρεαλιστικά στοιχεία (που εκπροσωπούνται στην παρουσία της Ηλικιωμένης, του Διαβόλου, του Αφηγητή και διαρρηγνύουν την αυστηρότητα που θα μπορούσε να πάρει ένα έργο με ιστορικό, σχεδόν ντοκιμαντερίστικο χαρακτήρα), εξέθεσε τους προβληματισμούς του όπως και τις παλινωδίες των ηρώων, αλλά μια σύσφιγξη του ρυθμού και μια πιο γλαφυρή αποτύπωση των προσώπων θα ευνοούσε το αποτέλεσμα και θα αποσπούσε ακόμη ζωηρότερες ερμηνείες από τους καλούς ηθοποιούς: Αγορίτσα Οικονόμου, Λευτέρης Μαλκότσης, Μαρία Τσιμά, Ανατολή Αθανασιάδου, Σοφία Σεϊρλή, Υψιπύλη Σοφιά, Παναγιώτης Παναγόπουλος, Θανάσης Ραφτόπουλος, Γιλμάζ Χουσμέν.
Περισσότερες πληροφορίες
Ένα σπίτι φωτεινό σαν μέρα
Για πρώτη φορά στην ελληνική σκηνή παρουσιάζεται το έργο που χαρτογραφεί την άνοδο του ναζισμού, εκθέτοντας την ευθύνη της στάσης μας απέναντι στην Ιστορία, από τον συγγραφέα του θρυλικού “Άγγελοι στην Αμερική”. Στο επίκεντρο οι συναντήσεις μιας παρέας αριστερών καλλιτεχνών που ξεκινούν από την Πρωτοχρονιά του 1932, στο σπίτι της ηθοποιού Άγκνες στο Βερολίνο, και συνεχίζονται για ενάμιση χρόνο, αποκαλύπτοντας πώς η πολιτική αναταραχή μπορεί να αλλάξει σταδιακά τις ισορροπίες στις ανθρώπινες σχέσεις. Όπως σημειώνει ο σκηνοθέτης Γιάννης Μόσχος: «Το έργο του Κούσνερ μάς βάζει απέναντι σε έναν καθρέφτη να κοιτάξουμε στο παρελθόν το δικό μας μέλλον».