Ένα έργο για την αδυναμία ενηλικίωσης, για τα παιδικά τραύματα ή απωθημένα που κουβαλούν οι ενήλικοι γράφει ο Γιωργής Τσουρής, μέσα από τη σύνθεση –για ακόμη μία φορά μετά τα "170 τετραγωνικά (Moonwalk)"– μιας οικογενειακής ιστορίας. Εδώ ήρωες είναι ένα ζευγάρι, ο Τάσος και η Όλγα, στα τριάντα-κάτι τους, που επιχειρούν να κάνουν μια επανεκκίνηση, καθώς ένα τραυματικό γεγονός τους έχει στιγματίσει: η αποβολή της Όλγας ενώ βρισκόταν σε προχωρημένη εγκυμοσύνη. Η δράση τοποθετείται στο νέο τους σπίτι, που βρίσκεται σε κατάσταση ανακαίνισης και μετακόμισης, μέσα σε μια σκηνική αταξία που αποτυπώνει κάτι από την κατάσταση που βιώνουν ως ζευγάρι.
Οι καυγάδες και η μη επικοινωνία δίνουν τον τόνο. Ο Τάσος, που διατείνεται ότι όλα τα κάνει για τη γυναίκα του, είναι προσκολλημένος στα τηλεφωνήματά του. Μεσίτης στο επάγγελμα, απότομος, συμπλεγματικός (το σπίτι στην Κυψέλη εγκαταλείφθηκε γι’ αυτό στα νότια προάστια), αδιάφορος για τους άλλους· τη μετακόμιση αυτός την αποφάσισε, ενώ η Όλγα, με τη βαλίτσα της ακόμη γεμάτη, λαχταράει να επιστρέψει στο παλιό τους σπίτι. Μαζί τους ζει η μητέρα του Τάσου, Αλίκη, που πάσχει από άνοια, κάτι που αποτελεί μια επιπλέον πηγή εντάσεων, ενώ στο σπίτι μπαινοβγαίνει ο ξάδερφος του Τάσου, Μπάμπης, ένας φιλότιμος, εργατικός και τρυφερός άνδρας, που υποκαθιστά τον απόντα σύζυγο. Το μοτίβο της δυσλειτουργικής συζυγικής σχέσης διευρύνεται με την άφιξη του Διονύση, ο οποίος λειτουργεί ως καταλύτης και διαλύει ένα ήδη εύθραυστο οικοδόμημα, φέρνοντας στο φως παρελθοντικά απωθημένα που έχουν καθορίσει την ενήλικη ζωή των ηρώων.
Ο Τσουρής έχει υπογράψει ένα ζωηρό κείμενο, μια ιδιωτική ιστορία που όμως με τον τρόπο της μιλάει για κάτι μεγαλύτερο, για ανθρώπους που ψάχνουν καταφύγιο στην παιδική ηλικία, που επιθυμούν ίσως μια επιστροφή στις πατρικές εστίες και στην ψευδαίσθηση των παλιών ταινιών που συντρόφευαν τις οικογένειες, όπως αυτές της Βλαχοπούλου που βλέπει αδιάκοπα η Αλίκη. Είναι ένα έργο με ωραία λειτουργία της ατάκας, με πολύ χιούμορ που δρα προς εκτόνωση των δραματικών καταστάσεων, με αληθοφανείς, σύγχρονους ήρωες και με ένα ρεαλιστικό -στον αντίποδα του happy ending- φινάλε.
Ο Γιώργος Παλούμπης, που σκηνοθετεί σταθερά τα έργα του Τσουρή, και της αντίστοιχου ύφους νεοελληνικής ρεαλιστικής δραματουργίας, συλλαμβάνει άμεσα τον ρυθμό και τις εναλλαγές του κλίματος. Υπάρχει, όμως, περισσότερη απ’ ό,τι χρειάζεται ένταση, που στοιχίζει στο αποτέλεσμα και αδικεί το έργο· αν αυτό δείχνει να "παρατραβάει", ίσως οφείλεται στο κρεσέντο των φωνών, που το εμποδίζουν να πάρει ανάσα, να κατασταλάξει στους θεατές, ακόμη και ν’ ακουστεί σε σημεία. Μια εσωτερικότερη αντιμετώπιση, μια υπόγεια κατάδειξη των αισθημάτων που πνίγουν τους ήρωες θα ήταν ευεργετικές. Στο δεδομένο πλαίσιο, οι ηθοποιοί είναι πολύ καλοί: ο ίδιος ο Τσουρής στον ρόλο του Τάσου και οι Ελεάνα Καυκαλά (Όλγα), Θανάσης Ζερίτης (Μπάμπης), Χριστίνα Τσάφου (Αλίκη) και Μιχαήλ Μελίσσης (Διονύσης).
Περισσότερες πληροφορίες
Μακριά από παιδιά
Το νεοελληνικό έργο που, μέσα από την ιστορία ενός σύγχρονου ζευγαριού, μιλάει για τα παιδικά τραύματα και απωθημένα που κουβαλούν οι ενήλικοι σκηνοθετεί με το χαρακτηριστικό ρεαλιστικό του ύφος ο Γιώργος Παλούμπης. Μετά από μια τραυματική απώλεια, ο Τάσος και η σύζυγός του Όλγα εγκαταλείπουν το παλιό τους διαμέρισμα και μετακομίζουν στο νέο τους σπίτι. Καθώς προσπαθούν να προσαρμοστούν στην νέα πραγματικότητα, οι διαφωνίες και οι ανελέητες συγκρούσεις μεταξύ τους πυκνώνουν συνεχώς, και τα ψέματα που τους απομακρύνουν, βαθαίνουν όλο και πιο πολύ, ενώ στο σπίτι φιλοξενούν για λίγες μέρες και την ιδιόρρυθμη μητέρα του Τάσου. Ένας ξάδελφος και ένας διακοσμητής, συμπληρώνουν τους χαρακτήρες αυτής της απρόσμενης αλλά και πολύ οικείας ιστορίας, στην οποία τίποτα δεν είναι αυτό που αρχικά φαίνεται.