Τρία μόλις χρόνια μετά τη νύχτα της 12ης Φεβρουαρίου 2012, όταν οι –συχνές– διαδηλώσεις κορυφώθηκαν με την πυρπόληση των δύο ιστορικών κτιρίων που στέγαζαν τους κινηματογράφους "Αττικόν" και "Απόλλων", η Ρέα Γαλανάκη γράφει την "Άκρα ταπείνωση". Τα γεγονότα εκείνης της νύχτας γίνονται το επίκεντρο ενός βιβλίου που συνομιλεί με την τρέχουσα Ιστορία, γεννιέται από τα σπλάχνα της, πορεύεται παράλληλα μαζί της. Τα απότοκα των μνημονιακών πολιτικών, η ανεργία, η άνοδος της Χρυσής Αυγής, το φαινόμενο των "νεοαστέγων", η κοινωνική και οικονομική εξαθλίωση περνούν μέσα από την ιστορία της Τειρεσίας και της Νύμφης, των δύο ηλικιωμένων γυναικών που συγκατοικούν σε έναν υποβαθμισμένο ξενώνα και βρίσκονται τυχαία, εκείνη τη νύχτα, στο επίκεντρο των διαδηλώσεων στην καρδιά της Αθήνας.
Ο Παντελής Φλατσούσης, δημιουργός που εστιάζει ιδιαίτερα στη σύγχρονη πραγματικότητα και ανιχνεύει τη σύνδεσή της με την ελληνική Ιστορία, αποδίδει το βιβλίο επιχειρώντας να εστιάσει στο νήμα που συνδέει την περιβόητη "γενιά του Πολυτεχνείου", η οποία εκπροσωπείται στα περισσότερα πρόσωπα, με το σήμερα και τη δική του γενιά και να διατυπώσει ερωτήματα για το παρόν και το μέλλον της. "Εμείς ποιου συμβάντος είμαστε γενιά;" διατυπώνεται ως ερώτημα στην παράσταση, η οποία λειτουργεί σαν ανασκαφή. Η ομάδα των τεσσάρων ηθοποιών, νέοι άνθρωποι του παρόντος, σκύβουν πάνω στα πρόσωπα του βιβλίου, αναρωτιούνται, προσπαθούν να τους δώσουν εικόνα, ψάχνοντας τις φυσιογνωμίες τους σε τυχαίες φωτογραφίες, φαντάζονται την κατάληξή τους. Παράλληλα, αφηγούνται και αναπαριστούν την ίδια την ιστορία, συνδυάζοντας τη δραματοποίηση της λογοτεχνίας με τα εργαλεία και τους στόχους του θεάτρου ντοκουμέντο – μια παράλληλη διάδραση που λειτουργεί ίσως σε αντιστοιχία με το πάντρεμα που κάνει η Γαλανάκη μεταξύ πραγματικότητας και μυθοπλασίας.
Το σκηνικό της παράστασης (Κωνσταντίνος Ζαμάνης), που αποτελείται από τρία μεγάλα τραπέζια εξοπλισμένα με κάμερες, φώτα και μεγεθυντικούς φακούς, γίνεται το εργαστήριό τους. Έτσι, η δράση προσφέρεται κυρίως διαμεσολαβημένη, μέσω της ταυτόχρονης κινηματογράφησης που προβάλλεται στους τοίχους, ή ακόμη και με τη χρήση μινιατούρων που αντικαθιστούν τους ηθοποιούς. Μέσα σε όλα αυτά, όμως, το ενδιαφέρον κάποια στιγμή αρχίζει να φθίνει, ίσως επειδή κατακερματίζεται μεταξύ δράσης και προβολών, μεταξύ αφηγηματικότητας και ενσάρκωσης ρόλων. Η παράσταση δίνει την εντύπωση πως εστιάζει περισσότερο στην εφεύρεση όλων αυτών των σκηνικών τρόπων παρά στους στόχους της· αυτό που στοιχίζει περισσότερο είναι πως διατυπώνει μάλλον προφανή ερωτήματα και πως, ενώ επιχειρεί να στοχαστεί για το τώρα με αφορμή το βιβλίο, μένει τελικά σε ένα πρώτο επίπεδο. Όχι πως οι ηθοποιοί είναι αδύναμοι, αντιθέτως. Η Δήμητρα Βλαγκοπούλου, η Μαριάμ Ρουχάτζε, ο Βαγγέλης Αμπατζής και ο Λάμπρος Γραμματικός μετακινούνται με ευελιξία μεταξύ αφήγησης και δράσης και σηκώνουν πάνω τους ένα εγχείρημα που έχει γοητεία, ωραία στοιχεία και μερικές συγκινητικές στιγμές.
Περισσότερες πληροφορίες
Η άκρα ταπείνωση
Το μυθιστόρημα εστιάζει στα γεγονότα της νύχτας της 12ης Φεβρουαρίου 2012, που μετέτρεψαν την Αθήνα σε πεδίο μάχης και άφησαν ανεξίτηλα τα ίχνη τους στην εικόνα της πόλης μέχρι σήμερα, ακριβώς δέκα χρόνια μετά.