Ο Χρόνης Μίσσιος εξέδωσε το αυτοβιογραφικό αφήγημά του το 1985, μεταφέροντας στο χαρτί τα δεκάδες χρόνια των φυλακίσεων, των βασανιστηρίων και των εκτοπίσεών του ως κομμουνιστή: από το 1947, μόλις στα δεκάξι του χρόνια, μέχρι το 1973, στις φυλακές της Κέρκυρας, του Βόλου, στο Γεντί Κουλέ στη Θεσσαλονίκη, στα στρατόπεδα εξορίας του Αϊ-Στράτη και της Μακρονήσου, αρχικά ως θανατοποινίτης και έπειτα ως ισοβίτης πολιτικός κρατούμενος, με ελάχιστα διαλείμματα ελεύθερης ζωής. Μια μαρτυρία σοκαριστική, από έναν άνθρωπο που έμαθε γράμματα μες στις φυλακές, για να ξεγυμνώσει, βγαίνοντας, με την ευθύβολη, ντόμπρα και λαϊκή γραφή του τις ματωμένες ουλές που χάραξε σαν λεπίδι η Ιστορία στο σώμα του, και στο σώμα του τόπου – ενώ παράλληλα κρίνει με την ίδια καθαρή ματιά τις αγκυλώσεις του κόμματος, τις προδοσίες και τις μεγάλες ματαιώσεις που συνάντησε, καθώς περπάτησε στον "μοναδικό και μοναχικό δρόμο του επαναστάτη".
Πώς κάνεις θέατρο με ένα τέτοιο υλικό, του οποίου η αλήθεια και η αιχμηρότητα ξεπερνάει κάθε σκηνοθετικό ή θεατρικό "τερτίπι"; Βουτώντας στα βαθιά και στην ουσία του, όπως πετυχαίνει σε αυτή την περίπτωση η Σοφία Καραγιάννη, αναλαμβάνοντας για πρώτη φορά το σκηνικό ανέβασμα του κειμένου. Εμπιστεύεται τέσσερις ηθοποιούς που τη δικαιώνουν απόλυτα, τέσσερις συναρπαστικούς ερμηνευτές που ενσαρκώνουν σε κάθε ίνα των κορμιών τους την εμπειρία του Μίσσιου: ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης ερμηνεύει κατά κύριο λόγο το πρόσωπο του συγγραφέα και οι Κωνσταντίνος Πασσάς, Δημήτρης Μαμιός και Γιάννης Μάνθος εναλλάσσονται στους ρόλους των συντρόφων και συγκρατούμενών του, της μάνας του, των δεσμοφυλάκων και των βασανιστών του, των καθοδηγητών και των ηγετών του κόμματος.
Η παράσταση ακολουθώντας μια μεστή οδό δραματοποίησης, ζωντανεύει τον χειμαρρώδη λόγο χωρίς να επαφίεται μόνο στη δύναμη της αφήγησης, αλλά και χωρίς να καταλήγει σε μια επιφανειακή αναπαράσταση γεγονότων. Αντιθέτως, το κείμενο χωνεμένο εις βάθος από τους ηθοποιούς εκρήγνυται επί σκηνής και συγκλονίζει όχι απλώς ως στιγμιαίο άκουσμα ή βίωμα, αλλά ως οδυνηρή υπενθύμιση του τερατώδους που κρύβει η ανθρώπινη φύση. Παράλληλα, καταφεύγοντας σε λιτές, συμβολικές σκηνικές λύσεις, η σκηνοθεσία αποδεσμεύει την παράσταση από την προσπάθεια ρεαλιστικής αναπαράστασης πράξεων που δύσκολα χωράει ο νους, δηλαδή τη σωρεία των σωματικών βασανιστηρίων, των εξευτελισμών και των ταπεινώσεων. Η δράση στήνεται γύρω από ένα τραπέζι που φιλοξενεί μόνο τα απαραίτητα: λιγοστά σερβίτσια και κάποια τρόφιμα, όλα κατακόκκινα, λίγα μήλα, μερικά κρεμμύδια, μια καράφα κρασί (εξαιρετική χρήση της σκηνογραφικής ιδέας της Γεωργίας Μπούρδα)˙ αντικείμενα που όχι μόνο θα συνοδεύσουν το κάλεσμα που απευθύνει ο συγγραφέας στους παλιούς συντρόφους, ένα κάλεσμα-ξόρκι της οδύνης, αλλά θα πάρουν άλλες διαστάσεις κατά την εξέλιξη της δράσης, βοηθώντας τη μετάδοση του συνεχούς τρόμου αλλά και του ακατάβλητου ανθρώπινου πείσματος που μεταφέρει το έργο.
Περισσότερες πληροφορίες
Καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς
Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο και το ξέσπασμα του Εμφυλίου, ο δεκαεξάχρονος Χρόνης Μίσσιος συλλαμβάνεται, φυλακίζεται, βασανίζεται και καταδικάζεται σε θάνατο. Αποφυλακίζεται το 1973, αφού έχει περάσει είκοσι ένα χρόνια σε φυλακές και εξορίες. Αυτήν την περίοδο της ζωής του διηγείται στο σπουδαίο αφήγημα-μαρτυρία «…καλά, εσύ σκοτώθηκες νωρίς». «Αγωνίζομαι να μείνω άνθρωπος» έλεγε ο Μίσσιος. Η θέση του αυτή έδωσε στους δημιουργούς το έναυσμα να ανεβάσουν στη σκηνή τις αυτοβιογραφικές αναμνήσεις ενός πραγματικά γενναίου. Ίσως γιατί η περίοδος που διανύουμε μοιάζει να έχει κάτι από τη σκοτεινή νιότη του Μίσσιου. Ή ίσως γιατί ο Μίσσιος δεν απευθύνεται μόνο στο νεκρό του φίλο αλλά κυρίως στους απόντες, σε εμάς.