Έχουν περάσει περισσότερα από εκατόν είκοσι χρόνια απ’ όταν τα δράματα του Ίψεν επιτέθηκαν σαν διαβρωτικό οξύ στον καθωσπρεπισμό της αστικής κοινωνίας του δεύτερου μισού του 19ου αι. Ο γνωστότερος Νορβηγός συγγραφέας παραμένει σπουδαίος, ακριβώς επειδή πυρπόλησε το αστικό θέατρο, χρησιμοποιώντας τα ίδια του τα υλικά. Η αντίδρασή του στην κοινωνική σεμνοτυφία και υποκρισία, στα σαθρά θεμέλια της έγγαμης ζωής, στην οικογένεια, την οποία είδε ως μέγγενη που πνίγει την ευημερία των νέων, πήρε τη μορφή ενός άψογα κατασκευασμένου δραματουργικού υλικού, υπόδειγμα όσον αφορά στη δέση και τη λύση της πλοκής και στη σκιαγράφηση των χαρακτήρων˙ κάπως έτσι αυτός ο καινοτόμος, από άποψη ιδεών, συγγραφέας κατέκτησε το κύρος του "σεβάσμιου κλασικού".
Σε κάποιους, η φόρμα του μοιάζει ξεπερασμένη, όχι άδικα: Στα πολλά χρόνια που μεσολάβησαν, το θέατρο, ειδικά το ανήσυχο, βρήκε άλλους τρόπους έκφρασης, επιχειρώντας να απεικονίσει στη φόρμα το ριζοσπαστικό περιεχόμενό του. Οι ιδέες του Ίψεν, όμως, παραμένουν ακμαίες· το μαρτυρούν διάφορες πρωτοποριακές σύγχρονες ομάδες, που ανεβάζουν συνεχώς έργα του, επεμβαίνοντας συχνά στη φόρμα τους. Όμως δεν είναι απαραίτητη αυτή η επέμβαση προκειμένου να φωτιστούν οι καίριοι προβληματισμοί τους· τα ιψενικά δράματα στέκουν ως έχουν, ειδικά όταν ο στόχος είναι ένα "κλασικό" ανέβασμα.
Ένα τέτοιο επιχειρεί ο Σταμάτης Φασουλής, προορισμένο για το ευρύ κοινό της κεντρικής σκηνής του Εθνικού Θεάτρου, και δημιουργεί μια κλασικότροπη παράσταση, που έχει ως κύριο μέλημα να κατεβάσει το έργο στην πλατεία. Από εδώ όμως ξεκινάει το πρόβλημα, αφού ο σκηνοθέτης (που, όχι τυχαία, υπογράφει και την απόδοση του κειμένου) μοιάζει να διακατέχεται από το άγχος μήπως δεν καταλάβουν οι θεατές. Έτσι, η παράσταση εγκλωβίζεται σε έναν στεγνό διδακτισμό, όπου τα "μηνύματα" επεξηγούνται και υπερτονίζονται. Σαν να μην έχει πίστη στη διαβρωτική, ύπουλη δυναμική του έργου ή στο κοινό, ο Φασουλής φροντίζει να τα εξηγήσει όλα, καταργώντας τις υπόγειες διαδρομές, τις έμμεσες νύξεις, τις εσωτερικές συγκρούσεις που διαπερνούν την ιστορία και τα πρόσωπα των "Βρικολάκων".
Η κυρία Άλβινγκ (Ναταλία Τσαλίκη), που έστω αργά αποτινάζει από πάνω της τα ταμπού που την οδήγησαν να υπομένει την έκλυτη ζωή του συζύγου της, ο Όσβαλντ (Αργύρης Πανταζάρας), που πληρώνει αυτή την έκλυτη ζωή με τη σύφιλη που κληρονόμησε από τον πατέρα του, η ωφελιμίστρια Ρεγγίνα (Κατερίνα Μαούτσου), ο αμετακίνητος θεματοφύλακας της ηθικής, Πάστορας Μάντερς (Περικλής Μουστάκης), ο ανήθικος Έγκστραντ (Γιώργος Ζιόβας), εμφανίζονται μπροστά μας σχεδόν μονοκόμματοι, σαν να εκπροσωπούν κάτι, παρά ως ζωντανοί χαρακτήρες – σε αυτήν τη δεδομένη συνθήκη κινούνται οι ερμηνείες των πολύ καλών ηθοποιών. Ωραίο στοιχείο το ατμοσφαιρικό σκηνικό του Γιώργου Γαβαλά, μεταδίδει κάτι από τις σκιές που πέφτουν στις ζωές και τις σχέσεις των προσώπων, όπως και οι φωτισμοί του Σάκη Μπιρμπίλη.
Περισσότερες πληροφορίες
Βρικόλακες
Στο έργο που το 1979 αποτέλεσε το ντεμπούτο του σκηνοθέτη, το οικοδόμημα της αγίας οικογένειας και της κοινωνικής υποκρισίας καταρρέει όταν αποκαλύπτεται η νοσηρότητα του παρελθόντος των Άλβινγκ.