Εκκινώντας από την πραγματική δολοφονία που διέπραξαν οι αδερφές Παπέν, δύο υπηρέτριες, εις βάρος της εργοδότριάς τους και της κόρης της, ο Ζενέ έγραψε στα τέλη της δεκαετίας του ’40 τις "Δούλες", ανοίγοντας το αδιαμφισβήτητο ταξικό υπόβαθρο του συγκεκριμένου γεγονότος σε μια πολυεπίπεδη πραγμάτευση με μεταθεατρικές, θρησκευτικές και ψυχαναλυτικές αποχρώσεις. Ο συγγραφέας τοποθέτησε το δραματικό πλαίσιο σε ένα παιχνίδι ρόλων που παίζουν με τελετουργική ευλάβεια οι δύο αδελφές, παριστάνοντας εκ περιτροπής την "Κυρία" και τη "Δούλα", ένα παιχνίδι με τελετουργικό χαρακτήρα και υπαρξιακό υπόστρωμα, που καθρεφτίζει όχι τόσο τη σχέση των δύο γυναικών με το αφεντικό τους, αλλά κυρίως τη σχέση καθεμίας με τον εαυτό της και μεταξύ τους.
Τουλάχιστον αυτή η ψυχαναλυτική ανάγνωση κυριαρχεί και προβάλλεται στη σκηνοθεσία του Γιώργου Σκεύα, έτσι όπως οι δύο γυναίκες (τις υποδύονται η Αγγελική Παπαθεμελή και η Αμαλία Καβάλη) αποτυπώνονται σχεδόν ως μία, "διπολική" προσωπικότητα που βρίσκεται σε διαρκή μάχη αποδοχής όσο και επίθεσης κατά του εαυτού της. Ένας υπερμεγέθης πίνακας, αντίγραφο της "Αναγνώστριας μυθιστορήματος" του Βίερτς, που απεικονίζει μια γυμνή γυναίκα να διαβάζει ξαπλωμένη, ενώ μια δεύτερη την κρυφοκοιτάζει σχεδόν ηδονοβλεπτικά, κυριαρχεί στο σκηνικό· κάνει κι αυτός τη δική του νύξη για τη σκηνοθετική ανάγνωση, η οποία στρέφει το ενδιαφέρον της σε δύο γυναίκες που δεν συνδέονται απλώς με αδερφικούς δεσμούς, αλλά τους καθορίζει μια σχέση αλληλοεξαρτωμένη όσο και συγκρουσιακή.
Η είσοδος της Κυρίας, την οποία επιδιώκουν να δολοφονήσουν οι δύο αδερφές, φέρνει στο προσκήνιο και το ταξικό πρόσημο του έργου, κάτι που και ο σκηνοθέτης φροντίζει να μην παραβλέψει: Η ερμηνεία της Αλεξάνδρας Σακελλαροπούλου είναι ένα πραγματικό "κέντημα", καθώς την παρουσιάζει ως μια αφ’ υψηλού, προσποιητής ευγένειας και φιλευσπλαχνίας γυναίκα της μεγαλοαστικής τάξης, ενώ ειδικά στο δικό της κομμάτι ξεχωρίζει η ωραία μετάφραση του Δημήτρη Δημητριάδη, που αποδίδει στα ελληνικά το πρωτότυπο με ρυθμική χάρη, φινέτσα και, σε σημεία, υποδόρια ειρωνεία. Η Αγγελική Παπαθεμελή και η Αμαλία Καβάλη μάς χαρίζουν επίσης πολύ ωραίες ερμηνείες, όσο επιδίδονται στο διαρκές τελετουργικό τους παιχνίδι όπου εναλλάσσονται στους ρόλους του εξουσιαστή και του εξουσιαζόμενου, συμμαχούν και συγκρούονται, επιβάλλονται και υποτάσσονται. Η χημεία τους είναι αξιοσημείωτη όπως και το γεγονός ότι, αν και συχνά δρουν σαν αλληλοσυμπληρούμενες υπάρξεις, καθεμία προσδίδει διακριτά χαρακτηριστικά στο ρόλο της: περισσότερο εσωτερική και εύθραυστη η Σολάνζ της Παπαθεμελή, φιλάρεσκη και ηγετική η Κλερ της Καβάλη. Οι ατμοσφαιρικοί φωτισμοί (Βαγγέλης Μούντριχας), οι μουσικές νότες (Σήμη Τσιλαλή) και το παιχνίδι με τους αντικατοπτρισμούς που επιτρέπει η χρήση του σκηνικού (το υπογράφει ο σκηνοθέτης) ολοκληρώνουν την καλλιτεχνική πρόταση.