Ο Τσάρλι Τσάπλιν έδειξε πείσμα γυρίζοντας το 1931 τα "Φώτα της πόλης", καθώς επέμεινε στο ιδίωμα του βωβού κινηματογράφου, ενώ ο ομιλών είχε ήδη αρχίσει να κερδίζει έδαφος. Πείσμα, ρομαντισμός και τόλμη γέννησαν την ταινία που θεωρείται μία από τις ωραιότερες όλων των εποχών – και μόνο σε μια ανάλογη συνθήκη μπορεί να αποδοθεί το κατόρθωμα που συντελείται στο Εθνικό, καθώς η παράσταση αποδεικνύεται μια μοναδική παρουσία μέσα στο πολύβουο σύγχρονο θεατρικό τοπίο. Η παράσταση που συνυπογράφουν η Αμάλια Μπένετ (σκηνοθεσία, χορογραφία, διασκευή), ο Νικίτα Μιλιβόγεβιτς (διασκευή), ο Θοδωρής Οικονόμου (διασκευή, μουσική) και ο Σταύρος Σταύρου (στίχοι) αποτελεί ένα βωβό μιούζικαλ, που δείχνει να εντάσσεται στην τάση της εποχής για δημιουργία παραστάσεων με μουσικό χαρακτήρα, όμως τελικά την ξεπερνάει.
Τα "Φώτα της πόλης" προτείνουν μια τελείως διαφορετική εμπειρία θέασης και πρόσληψης απ’ ό,τι οι μουσικές παραστάσεις που δυναμιτίζουν τις αισθήσεις· μας καλούν να αποκοπούμε για λίγο από την ένταση και την ηλεκτρισμένη ενέργεια και να βυθιστούμε σε ένα σύμπαν με διαφορετικούς κώδικες, τρυφερό, νοσταλγικό, παρηγορητικό. Η είσοδος μέσα του μπορεί να μην έρθει αμέσως, χρειάζεται να καμφθούν κάποιες αντιστάσεις ίσως, όμως το αποτέλεσμα είναι λυτρωτικό.
Η διασκευή ακολουθεί μάλλον κατά γράμμα το σενάριο, δηλαδή τις περιπέτειες του περιπλανώμενου αλητάκου στους δρόμους της πόλης, όπου ερωτεύεται ένα Τυφλό κορίτσι, συνδέεται με έναν Εκατομμυριούχο, αφού τον αποτρέψει από την αυτοκτονία, μπλέκει σε καβγάδες και σε κυνηγητά με την αστυνομία, ενώ στην παράσταση η δράση τοποθετείται στη συνθήκη των γυρισμάτων της ταινίας, σ’ έναν διπλό φόρο τιμής στο δημιουργό της. Η ιδιότητα της Μπένετ ως χορογράφου βοήθησε το συντονισμό των ακατάπαυστων ατομικών και ομαδικών δράσεων, χωρίς να σημαίνει ότι είχε εύκολη δουλειά να κάνει. Ένας πολυπρόσωπος θίασος σαρώνει τη σκηνή, έχοντας υιοθετήσει πλήρως τους κώδικες του βωβού κινηματογράφου, ηθοποιοί όλο ταλέντο παίζουν με το σώμα και τις εκφράσεις τους, αλληλεπιδρούν με τη μουσική, συντονίζονται σε μια αόρατη χορογραφία, μελετημένη με ακρίβεια στη λεπτομέρεια όπου τίποτα δεν είναι περιττό, διαμορφώνουν επί σκηνής ένα ζωντανό καρουζέλ συναισθημάτων και συγκινήσεων.
Λόγια δεν ακούγονται, παρά μόνο στα τραγούδια, που μεταφέρουν ως εσωτερικοί μονόλογοι τις σκέψεις και τα συναισθήματα των ηρώων, σε ένα θέαμα απόλυτης εκφραστικότητας που μιλάει με τη μαγική γλώσσα του θεάτρου. Η παραγωγή, αντάξια ενός εθνικού θεάτρου, ανασυστήνει με καλαισθησία τη μεσοπολεμική εποχή και την αισθητική των ασπρόμαυρων ταινιών (σκηνικά: Τίνα Τζόκα, κοστούμια: Άγγελος Μέντης, φωτισμοί: Χριστίνα Θανάσουλα), ενώ η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου παίρνει τη θέση των λέξεων που απουσιάζουν, αποτυπώνοντας πολύ επιδραστικότερα το νόημά τους. Οι ηθοποιοί, δεμένοι σε μια ομάδα, αξίζουν πολλά συγχαρητήρια: Προκόπης Αγαθοκλέους (Τσάρλι), Αλεξάνδρα Αϊδίνη (Τυφλό κορίτσι), Έκτορας Λυγίζος (Εκατομμυριούχος), Κώστας Μπερικόπουλος (Μπάτλερ), Υβόννη Μαλτέζου (Γιαγιά) και όλοι οι υπόλοιποι, όπως και οι μουσικοί της ορχήστρας.
Περισσότερες πληροφορίες
Τα φώτα της πόλης
Ένας άνεργος περιπλανώμενος, ο Σαρλώ, ερωτεύεται μια τυφλή ανθοπώλισσα και κάνει τα πάντα προκειμένου να εξασφαλίσει τα χρήματα για την εγχείρηση που θα της χαρίσει την όραση. Με κεντρικό άξονα τον ρακένδυτο ήρωα που αγωνίζεται να επιβιώσει στο βίαιο περιβάλλον του ακραίου οικονομικού φιλελευθερισμού, η ταινία-μύθος του αμερικανικού κινηματογράφου παίρνει τη μορφή ενός ιδιότυπου θεατρικού μιούζικαλ που αφηγείται μέσα από τη γλώσσα της μουσικής και του χορού, μια οικουμενική ιστορία αγάπης που ξεπερνά τα γλωσσικά και πολιτισμικά εμπόδια. Η ζωντανή μουσική, το τραγούδι και η ενέργεια των δημιουργών συστρατεύονται, για να αποτίσουν φόρο τιμής στον ιδιοφυή «μελαγχολικό κλόουν», τον ηρωισμό των απλών ανθρώπων και τις αρχετυπικές αξίες της ζωής.