Ενας άνδρας εισβάλλει σε ένα σπίτι και αποπειράται να βιάσει τη γυναίκα που ζει εκεί, όμως αυτή καταφέρνει να τον ακινητοποιήσει και οι ρόλοι αντιστρέφονται: δεμένος και παροπλισμένος πια, ο άνδρας θα υποστεί μια σειρά από επώδυνα σωματικά βασανιστήρια. Ο Αμερικανός συγγραφέας Ουίλιαμ Μαστροσιμόνε, που έγραψε τις "Ακρότητες" στα τέλη της δεκαετίας του ’70 με αφορμή μία πραγματική περίπτωση αθώωσης ενός βιαστή, φέρνει στο προσκήνιο μια σειρά από ηθικά ερωτήματα, τα οποία προσωποποιεί στις τρεις γυναίκες που συγκατοικούν στο ίδιο σπίτι. Η Μάρτζορι, το παρολίγον θύμα βιασμού, λειτουργεί με την επίγνωση πως σε κάποια εγκλήματα η εξώφθαλμη ανικανότητα ή απροθυμία της δικαιοσύνης να λειτουργήσει ορθά ανοίγει το δρόμο στη βία. "Αστυνομία, δικαστές, ένορκοι! Αποδείξεις έχετε; Όχι. Μάρτυρες; Όχι. Αυτά θα με ρωτήσουν. Ο λόγος του απέναντι στο δικό μου", αντιτείνει χαρακτηριστικά στις συγκατοίκους της: την Τέρρυ, που, ούσα η ίδια θύμα βιασμού, υιοθέτησε τη στάση της αποδοχής και αποσιώπησης, και την Πατρίτσια, που πρεσβεύει την εμπιστοσύνη στη νομική οδό, και επιχειρούν και οι δύο να την πείσουν να ελευθερώσει τον άνδρα.
Το έργο φανερώνει κάπως την ηλικία του, όμως παραμένει σκηνικά λειτουργικό και ενδιαφέρον. Χωρίς να εξελίσσεται μόνο ως ένα θρίλερ που δημιουργεί αγωνία για την τελική έκβαση, συμπυκνώνει διάφορα ζητήματα τόσο σχετικά με τα σεξουαλικά εγκλήματα (εξουσίας, μισογυνισμού, victim blaming) όσο και ηθικής φύσεως (αυτοδικία) σε μια καλογραμμένη ιστορία με έντονη ατμόσφαιρα, εσωτερικές διακλαδώσεις που αφορούν τις συγκρούσεις και τις σχέσεις των τριών γυναικών αλλά και τη στάση τους απέναντι στον εισβολέα, μέχρι το φινάλε που φέρνει τη σχετική λύτρωση. Έχει επίσης τέσσερις ωραίους ήρωες, που αν και ο καθένας πρεσβεύει μια διαφορετική "θέση", δεν ακούγονται "ξύλινοι" ούτε είναι τυποποιημένοι.
Τουλάχιστον αυτές τις ποιότητες αναδεικνύει η σκηνοθεσία του Νίκου Δαφνή, που παραδίδει μία δυναμική παράσταση με νευρώδεις ερμηνείες. Ενέργεια στα ύψη, ευρυθμία, και ένας ρεαλισμός "τόσο όσο" που αποτυπώνει επιτυχημένα τη βία που εκλύουν οι "Ακρότητες". Αυτό που επιτυγχάνει κυρίως η σκηνοθεσία είναι να αποσπάσει τέσσερις ξεχωριστές ερμηνείες, αποδίδοντας στο ακέραιο τους ηθικούς προβληματισμούς του έργου και διατηρώντας τη σκηνική ζωντάνια των προσώπων: ο Θοδωρής Αντωνιάδης (Ραούλ) είναι εξαιρετικός ως θρασύ, χειριστικό αρσενικό που χάνει την αυτοκυριαρχία του μόνο όσο απειλείται η ζωή του, υποδειγματικός στον τρόπο που προσπαθεί να κερδίσει την εύνοια των γυναικών, ενώ η Ελεονώρα Αντωνιάδου (Μάρτζορι) φέρνει εις πέρας έναν δύσκολο ρόλο, αυτόν μιας γυναίκας με αμφιλεγόμενη συμπεριφορά. Η Σοφία Αγγελικοπούλου (Τέρρυ) και η Κωνσταντίνα Σαραντοπούλου (Πατρίτσια) επίσης ερμηνεύουν ωραία και δίνουν ζωηρή υπόσταση στις ηρωίδες τους, συνεισφέροντας στην αποτύπωση μιας ατμόσφαιρας με εναλλαγές θερμοκρασιών και συναισθημάτων.
Περισσότερες πληροφορίες
Ακρότητες
Στο πολυβραβευμένο ψυχολογικό θρίλερ με κοινωνικές προεκτάσεις του Αμερικανού συγγραφέα που γράφτηκε το 1978, ένας άνδρας, ο Ραούλ, μπαίνει σε ένα σπίτι για να βιάσει μια γυναίκα, τη Μάρτζορι, εκείνη όμως τον ακινητοποιεί και τον βασανίζει, αντιστρέφοντας τους ρόλους θύτη και θύματος. Η ηρωίδα διεκδικεί την έγκριση από τις δύο συγκατοίκους και φίλες της. Οι απόψεις διίστανται καθώς η μία, που έχει επιβιώσει από έναν βιασμό στην εφηβεία της, προτείνει να τον αφήσουν να φύγει και να το ξεχάσουν, ενώ η άλλη προτείνει να καλέσουν την αστυνομία. Από εδώ ξεκινούν και οι προβληματισμοί του κοινού στο έργο που θέτει καίρια ηθικά ερωτήματα για τη διάρθρωση του κοινωνικού ιστού, η οποία ευνοεί την άσκηση της σεξουαλικής και της σωματικής βίας.