Ο Μολιέρος στις κωμωδίες του συνέλαβε και στηλίτευσε χαρακτηριστικά γνωρίσματα της ανθρώπινης συμπεριφοράς, όμως το θέατρό του δεν στέκεται αυταπόδεικτα επί σκηνής. Καθώς πρόκειται για θέατρο λόγου γραμμένο σε έμμετρη μορφή, και επίσης συνδεδεμένο με την εποχή του, τη Γαλλία του Λουδοβίκου ΙΔ’, δεν ανεβαίνει εύκολα χωρίς παρεμβάσεις. Η Μαρία Μαγκανάρη έχει επιχειρήσει, επιτυχημένα, μια αισθητική παραδοξότητα: κρατάει αυτούσιο το κείμενο, χωρίς αλλαγές ή επικαιροποιήσεις, όπως και τον έμμετρο λόγο (στη μετάφραση-υπόδειγμα της Χρύσας Προκοπάκη), τοποθετεί όμως τη δράση στην Ελλάδα των δεκαετιών του ’80 και του ’90.
Ως αποτέλεσμα, παραδίδει μία λειτουργική, απολαυστική παράσταση, που χρησιμοποιεί το έργο για να καταθέσει το δικό της σχόλιο για πιο οικεία μας (απ’ ό,τι αυτά του έργου) πρόσωπα και πράγματα, έστω κι αν δεν λείπουν οι ρυθμικές επιβραδύνσεις. Μία ατμόσφαιρα διασκέδασης και διάχυτης χλιδής κατακλύζει το χώρο, αν και με ελάχιστα, σχεδόν υπαινικτικά μέσα, και η Ελλάδα των 80s-90s τρυπώνει στη σκηνή μέσα από τα κοστούμια και από κάποια εμβόλιμα στοιχεία: εξώφυλλα περιοδικών και πρωτοσέλιδα εφημερίδων, ακούσματα από 2-3 τραγούδια της εποχής (Στράτος Διονυσίου αλλά και Νικόλας Άσιμος), προκειμένου ο κόσμος της κολακείας και της υποκρισίας να τοποθετηθεί σε μια δική μας, πολύ πιο πρόσφατη εποχή (σκηνικά: Φιλάνθη Μπουγάτσου, κοστούμια: Παύλος Θανόπουλος).
Στον "Μισάνθρωπο" αντιπαρατίθενται δύο κοσμοθεωρίες, σ’ ένα διακύβευμα που τίθεται ήδη από την εναρκτήρια σκηνή, όπου ο Αλσέστ, ο "μισάνθρωπος", διαφωνεί με τον φίλο του Φιλέντ. Αλήθεια, πώς πρέπει να αντιμετωπίζουμε τους ανθρώπους; Με πλήρη ευθύτητα και ειλικρίνεια ή διά της υπεκφυγής και στρογγυλεύοντας τα λόγια μας; Αυτοί οι δύο κόσμοι, ένας μοναχικός και ένας πολυπληθής, της εύκολης κολακείας και της περίσσιας υποκρισίας, περιστρέφονται γύρω από τη γοητευτική Σελιμέν, της οποίας την προσοχή και την αγάπη διεκδικούν. Ο Μολιέρος στο πιο μελαγχολικό από τα έργα του, που κάπως καταχρηστικά ονομάζεται κωμωδία, παρατηρεί με σκεπτικισμό μια κοινωνία να παραδίδεται στη γοητεία των εύκολων και ανώδυνων συναναστροφών και καταθέτει ως επιστέγασμα το φινάλε με τη μοναχική αναχώρηση του ήρωα· μια σκηνή-σχόλιο που και στην παράσταση αποδίδεται πολύ ωραία.
Οι ηθοποιοί δεν είναι μόνο απολαυστικοί, με εύστοχη σωματική συμπεριφορά, αλλά και έχουν κατακτήσει τον έμμετρο λόγο, μεταδίδουν το νόημά του χωρίς να ζημιώνεται η μουσικότητα. Συγκροτούν, δε, μια κοινωνία ανθρώπων με ελαφρώς γελοία χαρακτηριστικά, απέναντι στους οποίους στέκεται η σκεπτικιστική φιγούρα του Αλσέστ, τον οποίο ερμηνεύει με χαρακτηριστική εσωτερικότητα ο Κώστας Κουτσολέλος: Κώστας Κορωναίος (Φιλέντ), Σύρμω Κεκέ (Σελιμέν), Γιάννης Κλίνης (Ορόντ), Βαγγέλης Αμπατζής (Ακάστ), Μαρία Γεωργιάδου (Ελιάντ), Πάολα Καλλιγά (Κλιτάντρ) και η ίδια η Μαρία Μαγκανάρη, εξαιρετική στο ρόλο της Αρσινόης. Ωραίοι οι φωτισμοί (Μαρία Γοζαδίνου) και η εκμετάλλευση του ιδιαίτερου χώρου του Θησείον (παραλληλόγραμμη σκηνή με τους θεατές εκατέρωθέν της), χωρίς να ζημιώνεται η παρακολούθηση της παράστασης.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο μισάνθρωπος
Ο Αλσέστ ασφυκτιά μέσα στην υποκρισία, τον ανταγωνισμό, την κεκαλυμμένη εχθρότητα και την επιτήδευση που επικρατούν στην εποχή του σε μια παράσταση που τοποθετείται χρονικά στις δεκαετίες του '80 και του '90.