Απαισιόδοξη ή απλώς ρεαλιστική χαρακτηρίζεται, άραγε, η οπτική του Δημήτρη Καραντζά πάνω στο αριστούργημα του Τσέχοφ; Πάντως και εδώ, όπως στην περίπτωση των "Τριών αδελφών" λίγα χρόνια νωρίτερα, ο ταλαντούχος σκηνοθέτης δείχνει να ελκύεται από το αδιέξοδο παρά από την ελπίδα – αν και οι δύο ψυχικές καταστάσεις συνυπάρχουν γενικά στην τσεχοφική δραματουργία και ειδικά στον "Βάνια", ο Καραντζάς επιλέγει να διαβάσει με κάποια βαρυθυμία τα τσεχοφικά μοτίβα: τις προσωπικές ματαιώσεις, τους ανεκπλήρωτους έρωτες, τον χαμένο χρόνο, τη νωθρότητα. Στην παράσταση, μάλιστα, τα εμπόδια για τους ήρωες είναι και φυσικά: το εύρος της σκηνής γεμίζει από το υπερμέγεθες τραπέζι, μια υπέροχη σκηνογραφική ιδέα της Μαρίας Πανουργιά, που αφήνει ελάχιστες διεξόδους διαφυγής. Η δράση συγκεντρώνεται στο πλουσιοπάροχο τραπέζι, όχι για να απεικονιστεί κάποια οικογενειακή θαλπωρή, αντιθέτως ως ένα μέρος όπου καταφεύγουν οι ήρωες για να γεμίσουν το ψυχολογικό κενό τους, καταναλώνοντας φαγητό και αλκοόλ, ακόμη και ως μέρος που κάποιες στιγμές τους απομακρύνει, εξαιτίας του μεγέθους του.
Συνολικά στο δραματικό σύμπαν που έχει χτίσει ο Καραντζάς, η ατμόσφαιρα είναι κλεστοφοβική και βαριά, σαν ένα σύννεφο να εμποδίζει τον ορίζοντα, το κοίταγμα και το βήμα μπροστά, ενώ και από τις εύστοχες μουσικές και ηχητικές δημιουργίες του Δημήτρη Καμαρωτού επιβάλλεται ο ήχος της σταγόνας πάνω στο τραπέζι, σαν ένας ιδιαίτερος μετρονόμος που μετράει το μαρτυρικό πέρασμα του ανεκμετάλλευτου χρόνου. Τα πρόσωπα, από την πλευρά τους, δείχνουν ήδη παραιτημένα, και κάποιες στιγμές στα όρια του παροξυσμού: ο Βάνιας, στη συνταρακτική ερμηνεία του Χρήστου Λούλη, είναι εξαρχής και μέχρι το φινάλε μπουχτισμένος, ευερέθιστος, ένας απόλυτα ακυρωμένος άνθρωπος που μισεί τη ζωή του, όπως από την πλευρά της απόλυτης ματαίωσης διαβάζεται και ο Άστροφ (εξαιρετικός και ο Φιντέλ Ταλαμπούκας) και μένει στο περιθώριο ο ιδεαλισμός και ο ουμανισμός που τον διακατέχουν.
Έτσι, απουσιάζουν η κλιμάκωση και οι εσωτερικές αποχρώσεις και αν συνυπολογισθεί το γεγονός ότι ο συγκινητικός, αν και μικρός, ρόλος του Τελιέγκιν (Αντώνης Αντωνόπουλος) σχεδόν εκμηδενίστηκε ή ότι η Έλενα (Θεοδώρα Τζήμου) έμεινε στο επίπεδο μιας νευρωτικής γυναίκας και ελάχιστα έδειξε τον εσωτερικό σπαραγμό της, εξηγείται η εγκεφαλικότητα που μεταδίδει σε σημεία η παράσταση. Σαν να έλειψε η ζεστασιά που προκαλεί αβίαστα το πρωτότυπο έργο – αίσθηση που μας ανταμείβει όμως όταν ο λόγος έρχεται στη ζεστή παρουσία της Ξένιας Καλογεροπούλου (Μαρία Βασιλίεβνα), στην ανάδειξη της συμπαθούς πλευράς του Σερεμπριακόφ από τον Μανώλη Μαυροματάκη, και κυριότερα χάρη στην υπέροχη Σόνια που πλάθει η Ηρώ Μπέζου και στην τρυφερότατη Μαρίνα της Μαρίας Φιλίνη, έναν ρόλο που ο σκηνοθέτης είχε την ευφυία να φέρει στο προσκήνιο. Συνολικά, εξάλλου, θα πρέπει να γίνει λόγος για κάτι περισσότερο από μία παράσταση με ύφος και με διεθνή "φεστιβαλικό χαρακτήρα": στην περίπτωση του Δημήτρη Καραντζά μπορούμε να μιλάμε με σιγουριά για την περίπτωση ενός auter, ενός πραγματικού δημιουργού.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο θείος Βάνιας
Το βαθιά υπαρξιακό έργο εξελίσσεται γύρω από ένα τραπέζι όπου οι ήρωες αναμετριούνται με τη ματαίωση, τις ψευδαισθήσεις, την επίπονη αναζήτηση της ουτοπίας και τη συμφιλίωση με το αδιέξοδο.