Πρόσφορη σε εύκολες (παρ)ερμηνείες, η "Ιφιγένεια εν Αυλίδι" μπορεί να αποδοθεί μονοδιάστατα ως πατριωτικό ή ρομαντικό δράμα, καθώς πραγματεύεται την αυτοθυσία της ηρωίδας προκειμένου να πραγματοποιηθεί η ελληνική εκστρατεία εναντίον της Τροίας. Σύμφωνα με την υπόθεση, ο ελληνικός στόλος βρίσκεται καθηλωμένος στην Αυλίδα λόγω άπνοιας – κατάσταση που μπορεί να ανατραπεί μόνο με τη θυσία της κόρης του αρχιστράτηγου των Ελλήνων. Έτσι, ο Αγαμέμνονας καλεί με δόλο στην Αυλίδα τη σύζυγό του και την Ιφιγένεια, υποσχόμενός της γάμο με τον Αχιλλέα. Παρόλο που στην πορεία μετανιώνει, είναι αργά· η ηρωίδα οδηγείται στο θάνατο, αρχικά συντετριμμένη υπό το βάρος της μοίρας της, αλλά έπειτα με πλήρη αυτοδιάθεση, αποφασιστική και περήφανη που κρατάει αυτή –διά του θανάτου της– την τύχη της πατρίδας στα χέρια της.
Ο Θέμης Μουμουλίδης δεν ακολούθησε το δρόμο της ρητορείας, αντιθέτως εξέφρασε –αν και υπογείως και κάπως αμφίθυμα– σκεπτικισμό απέναντι στην ευριπίδεια θέση (άλλωστε, ούτε αυτή είναι απολύτως καταφατική: αν και διακρίνεται η πρόθεση του ποιητή να τονώσει το καταρρακωμένο, λόγω της έκβασης του Πελοποννησιακού Πολέμου, ηθικό των συμπατριωτών του, το έργο καταγράφει συνεχή διλήμματα, συναισθηματικές μεταπτώσεις και ειρωνικές αποχρώσεις). Όμως, αυτός ο σκεπτικισμός εκφράστηκε μάλλον προβληματικά, καθώς η σκηνοθεσία μοίρασε το δραματικό σύμπαν σε δύο πόλους: από τη μια, οι πολεμοκάπηλοι ηγέτες του ελληνικού στρατού, που καθοδηγήθηκαν σε μονοκόμματες ερμηνείες (ειδικά ο Γιώργος Χρυσοστόμου/Αχιλλέας και ο Άκης Σακελλαρίου/Μενέλαος), ακατανόητο γιατί, μιας και πρόκειται για ήρωες που αλλάζουν στάση και παραχωρούν την αρχική, υπέρ της θυσίας, θέση τους στην υποστήριξη της διάσωσης της Ιφιγένειας, και από την άλλη, ο κόσμος της νιότης, της ζωής, του συναισθήματος, εκφρασμένος στο πρόσωπο της Ιφιγένειας και στις κοπέλες του Χορού, που γέμιζαν τη σκηνή με νεανική, φρέσκια αύρα.
Ο Μουμουλίδης είδε την ιστορία της Ιφιγένειας όχι ως ιστορία του χθες, αλλά του σήμερα, ίσως και του αύριο, και προχώρησε σε εκμοντερνισμό της όψης, με ένα μεταλλικό σκηνικό που θύμιζε εργοτάξιο (Γιώργος Γαβαλάς) και με τη φουτουριστική όψη κάποιων, ανδρικών κυρίως, κοστουμιών (Νίκη Ψυχογιού), στοιχεία που αφορούν την αισθητική παρά την ιδεολογική ερμηνεία επί του κειμένου. Αυτή μένει κάπως μετέωρη, ενώ και το κλίμα της παράστασης αργεί να θερμανθεί: το στεγνό πρώτο μέρος ανατρέπεται μετά την είσοδο της Κλυταιμνήστρας και της Ιφιγένειας. Η σύνδεση μεταξύ πατέρα (Λάζαρος Γεωργακόπουλος) και κόρης, η μνημειακής απόδοσης, μακριά από μελοδραματισμούς, οδύνη της Κλυταιμνήστρας (Ιωάννα Παππά) και ιδιαίτερα η αποκαλυπτική, χυμώδης και δυναμική ερμηνεία της Μαρίας Πετεβή (Ιφιγένεια) διασώζουν την παράσταση από την πεζότητα και τη στείρα αφηγηματικότητα. Ωραία και η παρουσία του Παντελή Δεντάκη (Πρεσβύτης, Άγγελος), ενώ η μουσική του Σταύρου Γασπαράτου, πότε ως διακριτική υπόκρουση και πότε με εντονότερη παρουσία, υπάκουσε στη σκηνοθετική λογική ενός συγκινησιακά φορτισμένου, εύληπτου θεάματος.
Περισσότερες πληροφορίες
Ιφιγένεια εν Αυλίδι
Η παράσταση αναδεικνύει τη σχέση της ευριπίδειας τραγωδίας, όπου ο Αγαμέμνονας αποφασίζει να θυσιάσει την κόρη του στο βωμό της εκστρατείας προς την Τροία, με τις σύγχρονες δυστοπίες.