Θα μπορούσε να χαρακτηρισθεί "ύπουλη" η μποστική "Μήδεια" και μια μεγάλη σκηνική πρόκληση: καθώς έχει χαρακτήρα και ύφος που επιβάλλονται, μπορεί να εξαφανίσει τον σκηνοθέτη, ή αντιθέτως να τον στρέψει στον υπερβάλλοντα ζήλο της υπερσκηνοθεσίας - δίνουν αυτή την ευκαρία η έντονη προσωπικότητα του συγγραφικού ύφους, οι χαρακτήρες που φλερτάρουν με την καρικατούρα, οι απιθανότητες της γλώσσας. Γι’ αυτό, το επίτευγμα του Γιάννη Καλαβριανού και της ομάδας του είναι αληθινά σπουδαίο, διόλου εύκολο ή αυτονόητο: μία τόσο μελετημένη, διαυγή παράσταση, που αναδεικνύει στο έπακρο ένα πραγματικό δραματουργικό διαμάντι. Μία παράσταση με τη δική της σφραγίδα, που όμως δεν προσπερνάει -αντιθέτως, αναδεικνύει- τον ιδιοσυγκρασιακό χαρακτήρα του έργου.
Αυτο το πολυεπίπεδο, αιχμηρό έργο, που εκφράζεται με εξώφθαλμη -αλλά μόνο επιφανειακή- αφέλεια και παράδοξο γλωσσικό ύφος, λάμπει σε μια παράσταση που συνολικά αποτίνει φόρο τιμής στον δημιουργό του: τα σκηνικά της Εύας Μανιδάκη τοποθετούν έκκεντρα στην ορχήστρα (όπως λοξό αλλά ευστοχότατο είναι το βλέμμα του Μποστ) ένα σύνολο ερειπίων, μια ανασκαφή που φέρνει στο φως όχι το "αρχαιοελληνικό μεγαλείο" αλλά τη σύγχρονη άχαρη πολεοδομία˙ τα κοστούμια της Βάνας Γιαννούλα εμπνέονται από την μποστική εικονογράφηση και ζωγραφική και δίνουν όψη στη σουρεαλιστική πινακοθήκη των δραματικών προσώπων, ενώ η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου, εμπνευσμένη από πολλά είδη (από το ζεϊμπέκικο μέχρι την τζαζ), συνομιλεί με τη συγγραφική σάτιρα και λειτουργεί ως συνεργάτης της σκηνοθεσίας και της χορογραφίας (Μαριάννα Καβαλλιεράτου).
Ο Γιάννης Καλαβριανός εκσυγχρόνισε ελαφρώς το κείμενο, προσθέτοντας δικά του χορικά και εμβόλιμα σχόλια για θέματα της επικαιρότητας, και αφαίρεσε ενδεχομένως κάποια σημεία που ήταν δεμένα με το χρόνο γραφής του^ συνολικά όμως εστίασε επί της ουσίας στο συγγραφικό υλικό, το οποίο αποδεικνύεται σπαρταριστό, σκηνικά λειτουργικό και αγέραστο, έτσι όπως αποδομεί δια του σαρδόνιου γέλιου διαχρονικές παθογένειες και νοοτροπίες της χώρας και της φυλής μας - ενώ η γλώσσα του Μποστ ευτύχησε να πάρει τον πρωταγωνιστικό ρόλο που εξαρχής κατέχει.
Η επί της ουσίας ενασχόληση με το μεδούλι της συγγραφικής σάτιρας διέπει και τις ερμηνείες στη συντριπτική τους πλειοψηφία: μια θαυμαστή ομάδα ηθοποιών χαίρονται με αυτό που κάνουν, δίνουν σάρκα και οστά στις μποστικές φιγούρες και συλλαμβάνουν απόλυτα τη διττή τους φύση, δείχνοντας δισδιάτατοι χαρακτήρες, σαν "καρικατούρες" ή "σκίτσα", αλλά φέροντας σκηνικό και ιδεολογικό βάρος και βάθος. Αδιαμφισβήτητα κορυφαία και κυρίαρχη στη σκηνή η Μήδεια της Γαλήνης Χατζηπασχάλη, σε μια μεγάλη ερμηνεία που συλλαμβάνει καίρια το κωμικοδραματικό μεταίχμιο της ηρωίδας, αλλά και οι υπόλοιποι ερμηνευτές, κάποιοι απ’ αυτούς αγνώριστοι καθώς έχουν "λιώσει" μέσα στους χαρακτήτες που υποδύονται: Σύρμω Κεκέ (Καλόγρια), Γιώργος Γλάστρας (Τροφός), Θανάσης Δήμου (Οιδίποδας), Στέλιος Ιακωβίδης (Ευριπίδης), Μαρία Κοσκινά ως Κορυφαία του απολαυστικού Χορού, κ.ά.
Περισσότερες πληροφορίες
Μήδεια
Η γλαφυρή σάτιρα-σταθμός για την ελληνική πραγματικότητα, γραμμένη το 1993 σε δεκαπεντασύλλαβο στίχο, σηματοδοτεί την πρώτη παρουσίαση νεοελληνικού έργου στην Επίδαυρο.