Μέσα στην ευρεία γκάμα όπου κινούνται οι σύγχρονες αποδόσεις των αρχαίων τραγωδιών, από τις κλασικιστικές μέχρι τις πλέον ρηξικέλευθες, αυτή του Τσέζαρις Γκραουζίνις στέκεται κάπου στη μέση: ο Λιθουανός σκηνοθέτης δίνει την προσωπική ερμηνεία του στο πιο δημοφιλές από τα αρχαία δραματικά κείμενα, χρησιμοποιώντας σκηνικούς κώδικες απολύτως οικείους στους σύγχρονους Έλληνες. Διαβάζει την "Αντιγόνη" ως ένα έργο που φέρει στον πυρήνα του όχι τόσο μια πολλαπλή σύγκρουση (εξουσίας - πολίτη, γραπτών - άγραφων νόμων, άνδρα - γυναίκας) όσο την ταυτότητα μιας λαϊκής κοινωνίας που καλείται να διδαχθεί από αυτήν τη σύγκρουση. Η δράση της παράστασης τοποθετείται σε ατμόσφαιρα γιορτής, που αρχικά αφορά τη σωτηρία της Θήβας και στο φινάλε παίρνει τη μορφή ενός προσκλητήριου νεκρών και ζωντανών που συντρώγουν στο ίδιο τραπέζι, με τον άλλοτε κραταιό Κρέοντα να απομένει μόνος – μια έρημη φιγούρα απέναντι σε μια δεμένη κοινότητα ανθρώπων.
Η "γείωση" των δραματικών προσώπων της τραγωδίας στα ανθρώπινα μέτρα δεν είναι απορριπτέα – εξάλλου η θεώρησή τους ως υψηλών μορφών χωρίς ψυχολογικά χαρακτηριστικά, που διείπε τις κλασικιστικές αναγνώσεις, έχει πάψει να θεωρείται ως (η μόνη) δόκιμη λύση. Πλην των καλών προθέσεων όμως, ο Γκραουζίνις καταλήγει να κατεβάσει το ήθος της σοφόκλειας τραγωδίας στο επίπεδο μιας βεντέτας που συζητιέται στο καφενείο του χωριού. Αυτή είναι η αίσθηση που κυριαρχεί στην παράσταση, υπαγορεύοντας ερμηνείες και σκηνικές λύσεις, αφήνοντας σε δεύτερη μοίρα τα όποια καλά στοιχεία που έχει να προτείνει. Οι ήρωες είναι μέλη αυτής της μικροκοινωνίας κι έτσι η σύγκρουση Κρέοντα και Αντιγόνης μοιάζει να συμβαίνει μεταξύ μιας ανυπότακτης μαθητριούλας και του αυστηρού γυμνασιάρχη της, ο Τειρεσίας που μιλάει τη γλώσσα της αλήθειας παρουσιάζεται σαν τον "τρελό του χωριού", ενώ ο Χορός είναι οι κάτοικοι που σχολιάζουν τα δρώμενα: η κίνησή τους πάνω σε μοτίβα του ζεϊμπέκικου μπορεί να φέρει μια αίσθηση συλλογικού θρήνου, όμως η απόφαση να μοιραστούν τα περισσότερα χορικά σε έναν ερμηνευτή και σε πεζό λόγο υποβίβασε μερικούς υπέροχους στίχους σε κουβέντες καφενείου.
Με αυτό το σκηνοθετικό δεδομένο, μικρή είναι η ευθύνη των ηθοποιών: ο Βασίλης Μπισμπίκης (Κρέων) κινήθηκε με άνεση στο ρόλο του λαϊκού και "νταή" ηγέτη, έχοντας τις καλύτερες στιγμές από τη στιγμή της κατάρρευσης και ύστερα, συμβάλλοντας στο συγκινησιακό φινάλε, η Έλλη Τρίγγου έμεινε αβοήθητη στο ρόλο της Αντιγόνης (και ακόμη περισσότερο η Δανάη Μιχαλάκη - Ισμήνη), ο Χρήστος Σαπουντζής (Τειρεσίας) διασώθηκε λόγω εμπειρίας, ο Στρατής Χατζησταματίου (Αίμων) έκανε ένα πολλά υποσχόμενο θεατρικό ντεμπούτο, ενώ ο Γιώργος Παπαγεωργίου (Άγγελος) και ο Κώστας Κορωναίος (Φρουρός) αδικήθηκαν από τη σκηνοθετική επιμονή στην ανάδειξη δύο αφελών λαϊκών χαρακτήρων. Σκηνικά (Κέννυ Μακλέλλαν) και φωτισμοί (Αλέκος Γιάνναρος) συνέβαλαν στη δημιουργία ενός γοητευτικού σκηνικού σύμπαντος και σε στιγμές έδωσαν καλοδεχούμενες, μη ρεαλιστικές ανάσες στην παράσταση.
Η παράσταση παρουσιάστηκε στις 5-6 Αυγούστου στο Αρχαίο Θέατρο Επιδαύρου. Θα ακολουθήσει περιοδεία τον Σεπτέμβριο στα ανοιχτά θέατρα των δήμων της Αττικής.
Περισσότερες πληροφορίες
Αντιγόνη
Η ανάγνωση του καταξιωμένου σκηνοθέτη πάνω στη δημοφιλέστερη τραγωδία του αρχαίου δράματος εστιάζει στο αίσθημα της χαράς ως βάση της ανθρώπινης ύπαρξης.