Ωραία η ιδέα να παρουσιαστεί σε θερινή περιοδεία μια από τις ωραιότερες, αλλά όχι και δημοφιλέστερες όσον αφορά στη συχντότητα των ανεβασμάτων, τραγωδίες του Σοφοκλή. Η δράση του "Φιλοκτήτη" τοποθετείται στη Λήμνο, εκεί όπου εγκαταλείφθηκε ο ομώνυμος ήρωας, όταν οι Έλληνες ξεκινούσαν την εκστρατεία τους ενάντια στην Τροία. Μία πληγή στο πόδι που του προκάλεσε το δάγκωμα ενός φιδιού, τον κατέστησε ανήμπορο να ακολουθήσει τους συντρόφους του, οι οποίοι τον εγκατέλειψαν στο νησί, με μόνη βοήθεια το θρυλικό του τόξο, δώρο του Ηρακλή. Δέκα χρόνια μετά, με την Τροία ακόμη απόρθητη, ο Οδυσσέας και ο γιος του νεκρού Αχιλλέα, Νεοπτόλεμος, επιστρέφουν στη Λήμνο, για να πάρουν πάση θυσία μαζί τους τον Φιλοκτήτη, καθώς σύμφωνα με μια προφητεία, η Τροία θα πέσει μόνο από το δικό του τόξο. Απέναντι σε έναν άνθρωπο στιγματισμένο και θυμωμένο από τη συντροφική προδοσία, ειδικά του Οδυσσέα, ο δόλος προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός του ταξιδιού δείχνει αναπόφευκτος.
Ενταγμένος σε μια ομάδα σοφόκλειων έργων όπου οι κεντρικοί ήρωες έχουν αλύγιστο φρόνημα, όπως ο "Αίαντας", ο "Φιλοκτήτης" είναι ένα ιδιαίτερα γοητευτικό έργο: συγκρούονται δύο άνδρες με διαφορετικό ήθος, ο πραγματιστής, κυνικός Οδυσσέας και ο πληγωμένος συναισθηματικά και σωματικά Φιλοκτήτης, ενώ στο πρόσωπο του Νεοπτόλεμου αναδεικνύεται η αμφιταλάντευση του νεαρού άνδρα, που δέχεται να προσεγγίσει με δόλο τον Φιλοκτήτη προκειμένου να του αποσπάσουν το τόξο, αλλά στην πορεία συναισθάνεται τη δική του θέση. Η τοποθέτηση της δράσης στη Λήμνο προσθέτει στη σκηνική ατμόσφαιρα καθώς δίνει σχεδόν φυσική υπόσταση στο άγριο, αφιλόξενο τοπίο, στα στοιχεία της φύσης, στο χώμα, τη γη και τη σπηλιά, που έγιναν για δέκα χρόνια σπίτι και παρέα του απομονωμένου ήρωα.
Ο Μαρλέν Καμίνσκυ σκηνοθέτησε το έργο με εμφανή διάθεση να το απογυμνώσει από τα πολλά εξωτερικά στοιχεία, δίνοντας έμφαση στις σχέσεις των προσώπων και στο φρόνημά τους. Η ατμοφαιρικότητα της μουσικής (Ευαγγελία Βελλή-Κοσμά, Constantine Skourlis), που είχε διακριτικό ρόλο, και των φωτισμών (Αλίκη Δανέζη-Knutsen), που παίζουν με το φως και τις σκιές, η ομαδικότητα και σωματικότητα του Χορού των Ναυτών, τα εκτελεσμένα a cappella Χορικά, το λιτό σκηνικό (Γιώργος Γεωργίου), μια κυκλική μεταλλική κατασκευή που χρησιμοποιείται ως πατάρι αλλά και κρύβει μέσα του το τόξο του ήρωα, που θα κυριαρχήσει επί σκηνής, είναι όλα στοιχεία που πλαισιώνουν και αναδεικνύουν την ιστορία και τους ήρωες της.
Το σκηνικό και ερμηνευτικό ενδιαφέρον εστιάζεται σε αυτούς, και εδώ εντοπίζονται οι αδυναμίες της παράστασης, καθώς η σκηνοθεσία καθοδηγεί προς μία μάλλον αχρείαστη στομφώδη έκφραση τόσο τον Τάσο Νούσια όσο και τη Μαρία Πρωτόπαππα, που επωμίζονται τους ρόλους του Φιλοκτήτη και του Οδυσσέα - παρόλο που και οι δύο έχουν καλές στιγμές, ο πρώτος αναδεικνύοντας με ένταση τη συμπεριφορά ενός άνδρα-θηρίου στο κλουβί και η δεύτερη αφήνοντας να φανεί κάτι από την κυνική ειρωνεία του αρχηγού των Αχαιών, στο μεγαλύτερο μέρος εμφανίζονται μάλλον άκαμπτοι. Ο Γιώργος Αμούτζας δίνει μία ηπιότερη ερμηνεία στο ρόλο του Νεοπτόλεμου, δείχνει όμως να παρασύρεται τελικά κι αυτός από την ένταση που επικρατεί, ενώ ο Χορός (Αλέξανδρος Φιλιππόπουλος, Παντελής Αρουσαλίδης, Μάρκος Γέττος, Βαγγέλης Κρανιώτης, Βαγγέλης Μάγειρος, Τάσος Θεοφιλάτος) εξαντλείται σε περιγραφικές χορογραφίες (τυχαία δεν αναφέρεται όνομα χορογράφου;).
Το φινάλε του έργου, σύμφωνα με το οποίο ο Φιλοκτήτης πείθεται να ακολουθήσει τους Έλληνες μόνο κατόπιν της παρέμβασης του Ηρακλή, γειώνεται στην παράσταση σε ανθρώπινο επίπεδο, με τα λόγια του να ακούγονται από τη φωνή του Τάσου Νούσια-Φιλοκτήτη, σε ένα σχόλιο ίσως περί απουσίας "από μηχανής Θεών", που μένει όμως μετέωρο σε μια παράσταση που δεν επέδειξε κάποιο σαφή ιδεολογικό προσανατολισμό.
Περισσότερες πληροφορίες
Φιλοκτήτης
Η ιστορία του μοναχικού αντιήρωα που εγκαταλείφθηκε στη Λήμνο κατά τη διάρκεια του Τρωικού Πολέμου.