Το ανέβασμα της κωμωδίας είναι σοβαρή υπόθεση, κάτι που ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης δείχνει να γνωρίζει· αυτό αποδεικνύει η παράσταση του "Σώσε", ενός από τα πλέον επιτυχημένα κωμικά έργα και γι’ αυτό από τα δυσκολότερα. Ο Βρετανός συγγραφέας έχει υπογράψει ένα έργο –στην πραγματικότητα ενάμισι!–, που εφαρμόζει μια δοκιμασμένη κωμική συνταγή, αυτή του "θεάτρου μέσα στο θέατρο". Το στόρι αφορά έναν δευτεροκλασάτο θίασο που προσπαθεί να ανεβάσει μια ερωτική φάρσα, αλλά όλα πηγαίνουν από το κακό στο χειρότερο. Στην πρώτη πράξη παρακολουθούμε τη γενική δοκιμή, δηλαδή ολόκληρη την πρώτη πράξη του έργου που παίζεται μέσα στο "Σώσε", στη δεύτερη πράξη μία από τις παραστάσεις που δίνει ο θίασος, αλλά από την πλευρά των παρασκηνίων, και στην τρίτη πράξη την τελευταία παράσταση, που διαλύεται παταγωδώς. Αιτία του τραγέλαφου δεν είναι μόνο οι επιδόσεις των μετριότατων ηθοποιών, αλλά κυρίως οι ερωτικές αντιζηλίες τους, που τινάζουν το εγχείρημα στον αέρα.
Πρόκειται για ένα αριστοτεχνικά κατασκευασμένο έργο, που παντρεύει δύο είδη, αφού ο Φρέιν έχει γράψει μια καλοκουρδισμένη κωμωδία που βλέπει από την "κλειδαρότρυπα" –και από την κωμική σκοπιά– τη θεατρική διαδικασία και σε αυτήν έχει ενσωματώσει μια τυπική φάρσα. Έτσι, το "Σώσε" αποτελεί έναν θεατρικό μηχανισμό υψηλής ακριβείας, που βρίσκεται συνεχώς στο όριο της έκρηξης, με ιδιαίτερα υψηλές απαιτήσεις σε θέματα ρυθμού, συντονισμού και ερμηνευτικής εγρήγορσης· το εύρημα της δεύτερης πράξης, μάλιστα, όπου οι ηθοποιοί καλούνται να επιδοθούν σε μια πραγματική φρενίτιδα, καθώς off stage παίζουν το έργο που παίζεται μέσα στο "Σώσε" μπροστά στους υποθετικούς θεατές της παράστασης και on stage τα όσα ευτράπελα διαδραματίζονται στα παρασκήνια, ανεβάζει ακόμη ψηλότερα τον πήχη της δυσκολίας.
Ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης εμπιστεύτηκε γι’ αυτό το απαιτητικό εγχείρημα έναν πολύ καλό θίασο –δείγμα της σοβαρότητας με την οποία αντιμετώπισε την πρόκληση– και φρόντισε να αποφύγει ένα λάθος που παρατηρείται στο ανέβασμα των "ελαφριών" κωμωδιών: Δεν υποτίμησε το έργο, θέλοντας να φανεί ανώτερός του. Έτσι, η παράσταση, εκτός της υψηλής ενέργειας και του αξιοσημείωτου συντονισμού της, δίνει την ευκαιρία να φανεί η ερμηνευτική λάμψη των συντελεστών, με προεξάρχοντες τον Οδυσσέα Παπασπηλιόπουλο, στο ρόλο του σκηνοθέτη στα πρόθυρα νευρικής κρίσης, και της Στεφανίας Γουλιώτη, που αποδεικνύουν ότι δεν υπάρχει άλλος τρόπος να παίξεις επιτυχημένα την κωμωδία παρά μόνο παίρνοντάς τη στα σοβαρά – και με τη Λένα Παπαληγούρα, τον Γιώργο Χρυσοστόμου και τον ίδιο τον Μαρκουλάκη να ακολουθούν, καθώς και τους Γιώργο Ψυχογυιό και Γιώργο Ζυγούρη στους μικρότερους ρόλους τους. Αντίθετα, η Σμαράγδα Καρύδη (Ντότι) και η Δάφνη Δαυίδ επαναπαύονται περισσότερο στη φαρσική σχηματικότητα των ρόλων τους, καταφεύγοντας στη λύση μιας επίπλαστης "υστερίας". Λειτουργικό και προσεγμένο στη λεπτομέρεια για τις απαιτήσεις του έργου το σκηνικό του Πάρι Μέξη, χωρίς όμως να προσφέρει κάποιο ίχνος περισσότερης σκηνικής "τρέλας".
Πρώτη δημοσίευση: 21/4/22