Έχει σημασία ο χρόνος γραφής και πρώτης παράστασης του "Πονηρού πνεύματος", που έκανε πρεμιέρα στο Λονδίνο, το 1941: Δεν δείχνει μόνο ότι το θέατρο δεν σταμάτησε να λειτουργεί θεραπευτικά κατά τη διάρκεια του πολέμου, αλλά κι ότι ο Κάουαρντ είχε σίγουρα χιούμορ, καθώς εν μέσω τραγικών απωλειών σε ανθρώπινες ζωές συνέθεσε μια κωμωδία όπου κεντρικό ρόλο κατέχει ένα φάντασμα. Στην παράσταση που υπογράφει ο Γιάννης Χουβαρδάς, η μεγάλη κεντρική σκηνή του Εθνικού μάς αποκαλύπτεται σε όλο της το βάθος, γυμνή σχεδόν, με ορατούς τους μηχανισμούς της: Εδώ είναι θέατρο κι όλα μπορούν να συμβούν, σαν να μας λέει, αναφερόμενος ίσως και στην πραγματική συνθήκη της πρεμιέρας του έργου: μην περιμένετε πολυτελείς σκηνογραφίες, βρισκόμαστε σε πόλεμο. Αυτήν τη συνθήκη υπερτονίζουν και οι κρότοι των βομβαρδισμών που ανοίγουν την παράσταση – και, σε μια τραγική συγκυρία, παραπέμπουν στον πόλεμο που εκτυλίσσεται σήμερα δίπλα μας.
Στο έργο παρακολουθούμε το γάμο του Τσαρλς και της Ρουθ, ο οποίος τινάζεται στον αέρα, όταν το φάντασμα της πρώτης συζύγου του Τσαρλς, Ελβίρα, εγκαθίσταται στο σπίτι τους. Αυτό το υλικό, που βγάζει γλώσσα στην ιδέα του θανάτου και επιπροσθέτως διακωμωδεί τον έρωτα, τη γαμήλια συνθήκη, όπως και τις κοινωνικές συμβάσεις του "φαίνεσθαι" και τη μεγαλοαστική κενότητα, ανέπτυξε ο Χουβαρδάς πάνω σε μια καλομελετημένη παρτιτούρα. Χρησιμοποίησε στοιχεία από τον βωβό κινηματογράφο, καθοδήγησε τους ηθοποιούς σε μια νευρική, συντονισμένη σε ένα ρυθμό, κινησιολογία, διόγκωσε την κωμικότητα των προσώπων, ενώ δεν άφησε ανεκμετάλλευτη ούτε την εθνικότητα του έργου, παίζοντας με διάφορα κλισέ της "βρετανικότητας".
Το αποτέλεσμα είναι ολοκληρωμένο, όμως ο ρυθμός δεν είναι απρόσκοπτος. Η παράσταση δείχνει να χρειάζεται "κούρδισμα", ή η σκηνοθετική οπτική σκεπάζει το έργο, καθώς το κωμικό στοιχείο –που εμφανίζεται μελαγχολικό και κάπως αισθητικοποιημένο, ίσως από σκηνοθετική έγνοια να μην καταλήξει στη φάρσα– προκύπτει από τη σκηνική συνθήκη· το κείμενο μπαίνει σε δεύτερη μοίρα, ενώ υπάρχουν στιγμές όπου τα λόγια ακούγονται με δυσκολία, εξαιτίας της χρήσης ολόκληρου του βάθους της σκηνής. Σε μικρότερο θέατρο, η παράσταση θα λειτουργούσε καλύτερα. Η αισθητική υπεροχή της, πάντως, είναι αδιαμφισβήτητη. Τα κοστούμια της Ιωάννας Τσάμη είναι από τα ωραιότερα που έχουμε δει, όπως και το "μη σκηνικό" της Εύας Μανιδάκη, όπου τα ελάχιστα στοιχεία έχουν λόγο ύπαρξης, ενώ η παράσταση φωτίζεται υπέροχα από τη Χριστίνα Θανάσουλα. Οι ηθοποιοί, μία πραγματική dream team, δεν δείχνουν απλώς τις (αποδεδειγμένες) ικανότητές τους, αλλά κάνουν σαφές ότι χαίρονται που συμμετέχουν σε αυτό το παιχνίδι όπου η ζωή αναμετριέται με το θάνατο, και το θέατρο με την πραγματικότητα. Το κωμικό ζευγάρι των Μπράντμαν (Γιώργος Γλάστρας, Κατερίνα Λέχου), η εκκεντρική Μαντάμ Αρκάτι της Αμαλίας Μουτούση, ο Τσαρλς του Αργύρη Ξάφη, η αιθέρια Ελβίρα της Άννας Μάσχα, η Ρουθ της Κωνσταντίνας Τάκαλου, η Υπηρέτρια της Ειρήνης Λαφαζάνη, όλοι τους είναι υπέροχοι.
Περισσότερες πληροφορίες
Πονηρό πνεύμα
Το χιούμορ του Βρετανού συγγραφέα βρίσκει την ωριμότερη στιγμή του στην αριστοτεχνικά δομημένη καυστική κωμωδία όπου ο γάμος του Τσαρλς απειλείται από το ενοχλητικό φάντασμα της πρώτης συζύγου του.