Γίνεται απολύτως κατανοητό από τη σκηνοθετική γραμμή γιατί η Μαρία Πρωτόπαππα δεν επέλεξε να ανεβάσει την τραγωδία του Σοφοκλή, αλλά την ειρωνική εκδοχή του Γάλλου συγγραφέα, που ξεγυμνώνει την εξουσία και παρουσιάζει τη συντριπτική ήττα της ρομαντικής, σφύζουσας νιότης μπροστά στον κυνισμό μιας ξοφλημένης, γερασμένης κοινωνίας. Στο έργο του Ανουίγ τίποτα ηρωικό δεν υπάρχει, τα πρόσωπα το μαρτυρούν, ακόμη και τα απόντα. Ο Κρέοντας έχει κληθεί να κάνει τη "βρoμοδουλειά" της αποτελεσματικής διακυβέρνησης της πολιτείας του, κάτι που απαιτεί την κατασκευή ηρώων και παραδειγμάτων προς αποφυγή. Και το κάνει μοιράζοντας αυτούς τους ρόλους στον Πολυνείκη και τον Ετεοκλή, τους δύο νεκρούς αδερφούς: Kανείς από τους δύο δεν είναι ήρωας, κανένας δεν είναι καλύτερος από τον άλλον. Ως άχρηστοι παρουσιάζονται και οι δύο, αλλά κάποιος έπρεπε να τιμωρηθεί, μένοντας άταφος, και ο άλλος να γίνει ήρωας. Με αυτόν και όσα πρεσβεύει συγκρούεται λυσσασμένα η Αντιγόνη, ακόμη κι όταν στα μάτια της γκρεμίζεται η εξιδανικευμένη εικόνα του άταφου Πολυνείκη, καθώς αρνείται πεισματικά να γίνει κομμάτι αυτού του σάπιου κόσμου.
Η Μαρία Πρωτόπαππα σκηνοθέτησε το έργο, τονίζοντας ακόμη περισσότερο το αντιηρωικό του πρόσημο. Η παράσταση ακολουθεί δρόμους που δεν αποδεικνύονται πάντα εύφοροι: μετωπικό στήσιμο, σχετική ακινησία και έλλειψη διάδρασης μεταξύ των ηθοποιών, τοποθέτηση της παράστασης σε συνθήκη πρόβας, κατά την οποία η σκηνοθέτρια παρεμβαίνει, διαβάζει σκηνικές οδηγίες, περνάει επί τροχάδην κάποιες σκηνές κ.λπ. Εδώ, όμως, αυτός ο δρόμος αποδεικνύεται ουσιαστικός: οι παρεμβάσεις εντείνουν το αίσθημα της ματαιότητας που αναβλύζει από το έργο, το μετωπικό στήσιμο δεν αφαιρεί τη δραματικότητα, αντιθέτως τη μεγεθύνει, καθώς ο λόγος έρχεται στο προσκήνιο γυμνός αλλά όχι απογυμνωμένος από τα σημαίνοντά του, ενώ οι χαρακτήρες, με το διαφορετικό ήθος τους, μας παραδίδονται ευκρινέστατοι, με επίκεντρο τους δύο βασικούς πόλους της σύγκρουσης.
Η επικοινωνία μεταξύ των ηθοποιών είναι αξιοσημείωτη, παρόλο που στις περισσότερες σκηνές δεν κοιτάζονται καν, και οι ερμηνείες φτάνουν σε υψηλά επίπεδα. Ο Χρήστος Στέργιογλου στο ρόλο του Χορού υπερτονίζει τον ειρωνικό χαρακτήρα του κειμένου, υιοθετώντας έντονα σαρκαστική, σχεδόν κωμική, εκφορά. Ο Γιάννης Τσορτέκης, ενδυομένος τον κυνικό ρεαλισμό του Κρέοντα, κουρασμένος αλλά και γαντζωμένος στον ηγετικό ρόλο που έχει αναλάβει, και η Κίττυ Παϊταζόγλου, συμπυκνώνοντας στην εύθραυστη φιγούρα της όλο το δυναμισμό μιας κοπέλας που δεν θέλει ν’ ανήκει εκεί όπου βρίσκεται, αποδίδουν συγκλονιστικά τη σύγκρουση δύο διαφορετικών κόσμων. Σκηνές όπως αυτή όπου Κρέοντας και Αίμονας (Δημήτρης Μαμιός) πίνουν μπίρες με ένα τσιγάρο στο χέρι, αποτυπώνει περαιτέρω την ηθική γύμνια της κοινωνίας της (όποιας) Θήβας. Όλα αυτά μέσα στο αποστειρωμένο, "χειρουργικό" σκηνικό περιβάλλον, που ορίζεται από εφτά κούκλες/πτώματα μέσα σε πλαστικές σακούλες, κατάλοιπα ενός πολέμου που μόλις έχει λήξει, και τους ήρωες/αφηγητές μέσα στα αυστηρά ρούχα τους (Εύα Νάθενα).
Πρώτη δημοσίευση: 10/3/22
Περισσότερες πληροφορίες
Αντιγόνη
Η αντιπαράθεση του ανθρώπου με την εξουσία και η αξία της θυσίας αναδύονται από τη μεταγραφή του γνωστού μύθου της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή, σε μια εκδοχή που εξελίσσει ακόμα περισσότερο την σκηνοθετική της ματιά.