Το αν όχι τολμηρό τότε σίγουρα πρωτότυπο εγχείρημα να δημιουργηθεί ένα μιούζικαλ πάνω στην "Αυλή των θαυμάτων" του Ιάκωβου Καμπανέλλη δικαιώνει εν μέρει τους εμπνευστές του, καθώς η μουσική του Στέφανου Κορκολή και τα τραγούδια σε στίχους του Γεράσιμου Ευαγγελάτου ξαναδιαβάζουν το έργο της δεκαετίας του ’50 και το παραδίδουν σε νέα μορφή. Έτσι, η "Αυλή" απομακρύνεται από το είδος του κοινωνικού ρεαλισμού και μεταμορφώνεται σε θέαμα, όπου το ρόλο της μετάδοσης συγκινησιακής φόρτισης αναλαμβάνουν περισσότερο η μουσική και τα τραγούδια παρά η πρόζα. Όχι ότι το έργο αυτό καθ’ αυτό είναι ξεπερασμένο, τουλάχιστον όχι ριζικά. Η διαχρονικότητα των αιτημάτων και η δύναμη της συγγραφικής πένας είναι ακόμη παρούσες. Μπορεί η χωρική συνθήκη, δηλαδή οι λαϊκές κατοικίες γύρω από την κοινή αυλή μιας αθηναϊκής συνοικίας, να δείχνει μακρινή σε σχέση με το σύγχρονο αστικό τοπίο, όμως οι ήρωες που τις κατοικούν δεν δείχνουν τόσο ξένοι - όπως δεν μας είναι ξένα όλα αυτά που τους ταλανίζουν: ο αγώνας για την επιβίωση, η οικονομική δυσπραγία, η επιθυμία διαφυγής προς κάτι καλύτερο. Το έργο ενισχύεται πάντως από νεότερες αναφορές, από τη σημαία του ΠΑΣΟΚ που κρέμεται από την ταράτσα του σκηνικού μέχρι κάποιες προσθήκες, με κυριότερη αυτή της ανάθεσης του ρόλου της Ραφαέλας σε άνδρα ηθοποιό (Θέμης Θεοχάρογλου), τοποθετώντας το σκηνικό γεγονός στα σημερινά κοινωνικά συμφραζόμενα και αιτήματα.
Κατά βάση, όμως, το κείμενο του Καμπανέλλη χρησιμοποιείται ως υπόστρωμα προκειμένου να ανταποκριθεί στις ανάγκες του μιούζικαλ (μουσική, τραγούδι, χορογραφίες) και η ψυχολογική εμβάθυνση έρχεται σε δεύτερη μοίρα. Οι ήρωες είναι εδώ (το ζευγάρι των μικρασιατών προσφύγων που μετράει τον έναν ξεριζωμό μετά τον άλλον, η χήρα Καίτη, η στριμμένη γρια-Αννετώ, η Βούλα και ο Μπάμπης, που όλο μαλώνουν κι όλο τα ξαναβρίσκουν, ο εργένης Στράτος, που ανατρέπει με τον ερχομό του τις ισορροπίες της μικρής κοινωνίας, κλπ), όμως η σκηνοθεσία του Χρήστου Σουγάρη τους μεταχειρίζεται σχεδόν ως περιπτώσεις παρά ως χαρακτήρες. Αυτό τουλάχιστον μαρτυρούν οι περισσότερες ερμηνείες που με ανεβασμένη ένταση αποδίδουν κάπως μονοκόμματα τους ρόλους, αδικώντας τα πρόσωπα. Όταν οι τόνοι πέφτουν και η σκηνοθεσία δίνει χώρο στους ηθοποιούς, η παράσταση κερδίζει σε συναισθηματικό βάθος και όχι μόνο σε δυναμισμό, τον οποίο επιδεικνύουν οι ηθοποιοί: Γιώργος Γάλλος (Στέλιος), Μάνος Βακούσης (Ιορδάνης), Μαρία Διακοπαναγιώτου (Ντόρα), Κόρα Καρβούνη (Βούλα), Αλέξανδρος Βάθρης (Γιάννης), Φιλαρέτη Κομηνού (Καίτη), Κατερίνα Παπουτσάκη (Όλγα), Αλέξανδρος Μπουρδούμης (Μπάμπης), Ειρήνη Καραγιάννη (ως σοπράνο ξεχωρίζει και φωνητικά στο ρόλο της Αστάς), κ.ά.
Η μουσική από την πλευρά της κάνει τη διαφορά. Βασισμένη σε τζαζ κυρίως ακούσματα φορτίζει την παράσταση με ιδιαίτερη δυναμική, την απομακρύνει από οποιαδήποτε υποψία ηθογραφίας, ενισχύει τα συναισθήματα και προσθέτει όγκο στα δρώμενα (την εννιαμελή ορχήστρα διεθύνει ο Αναστάσιος Συμεωνίδης, στο πιάνο ο Στέφανος Κορκολής). Μερικά από τα τραγούδια του Γεράσιμου Ευαγγελάτου λειτουργούν ωραία, καθώς βοηθούν τη δραματουργία, αναπληρώνουν τη δική της βιασύνη και δίνουν βήμα στους ήρωες. Μακάρι και οι χορογραφίες του Φωκά Ευαγγελινού να ξέφευγαν από την πεπατημένη. Ωραίο το σκηνικό της Ελένης Μανωλοπούλου, συγκεντρώνει όλες τις κατοικίες σε ένα διώροφο κτήριο, όμως καθώς είναι στημένο μετωπικά προς τους θεατές είναι σαν να ορίζει και αυτό τη μετωπική σχέση των ηθοποιών με την πλατεία.
Περισσότερες πληροφορίες
Η αυλή των θαυμάτων - Το μιούζικαλ
Η μουσικοθεατρική εκδοχή του εμβληματικού έργου-ορόσημο του μεταπολεμικού μας θεάτρου αποτελεί ένα εκ βαθέων ψυχογράφημα του Έλληνα της δεκαετίας του 1950.