Ήδη από την πρώτη εικόνα, πριν από την έναρξη της παράστασης, αιχμαλωτίζει το βλέμμα μια σκηνή κατάφυτη με κυπαρίσσια, τα δέντρα που από την αρχαιότητα ακόμη, χάρη στη μυθολογία, θεωρούνταν πένθιμα, στόλιζαν τους νεκρούς και πλέον φυτεύονται σε κοιμητήρια (σκηνική εγκατάσταση της Έφης Μπίρμπα). Ένα τοπίο μνήμης είναι κι αυτό που συνθέτει η Αργυρώ Χιώτη σε αυτή την αναθηματική παράσταση στο γλύπτη Γιανούλη Χαλεπά, γι’ αυτό μην περιμένετε ρεαλισμό ούτε κάποια βιογραφία. Η υβριδική περφόρμανς που χρησιμοποιεί τραγούδι, πρόζα, μουσική και σωματική έκφραση μοιάζει να προσπαθεί να ανοίξει μια χαραμάδα στο μυαλό του Χαλεπά και να φανταστεί ποιες εικόνες και μνήμες τον κυρίευαν. Η Τήνος, ο νεανικός του έρωτας για τη Μαριγώ που στάθηκε καθοριστικός για την ψυχική του κατάρρευση, η επιδραστική παρουσία της μητέρας του και η δημιουργική ανάτασή του μετά το θάνατό της, ο εγκλεισμός στο ψυχιατρείο, η καλλιτεχνική αγωνία και η αδράνεια, σπαράγματα και στιγμιότυπα ζωής έρχονται στη σκηνή σαν σκόρπιες σελίδες ενός ημερολογίου. Πάνω σε αυτούς τους άξονες κινείται η χαλαρή δραματουργία του The Boy, με λίγα λόγια και τραγούδια που συμπληρώνουν την "ιστορία", ενώ το κείμενο της παράστασης δημιουργείται κυρίως από τις σκηνικές δράσεις, τη σωματική παρουσία των ερμηνευτών, το ηχητικό περιβάλλον και τη μουσική του Jan Van Angelopoulos.
Είναι ενδιαφέρουσα η απόφαση της Χιώτη να δημιουργήσει ένα βασικό δίπολο επί σκηνής, μοιράζοντας το πρόσωπο του Χαλεπά σε δύο αντίρροπες δυνάμεις: η φυσική παρουσία του γλύπτη ερμηνεύεται από τον Σίμο Κακάλα, ενώ ο Αντώνης Μυριαγκός αναλαμβάνει ένα ρόλο που δείχνει να είναι ο εσώτερος εαυτός του, το υποσυνείδητο, οι δημιουργικές του δυνάμεις. Οι δύο άντρες βρίσκονται σε μια διαρκή πάλη, έως ότου το φινάλε, αφότου ο γλύπτης απελευθερωθεί από τα μητρικά δεσμά, τους φέρει σε γαλήνη, συμφιλίωση και από κοινού δημιουργία. Η διάδρασή τους μιλάει πιο εύγλωττα απ’ ό,τι το ίδιο το κείμενο, ενώ γύρω τους οι υπόλοιποι ερμηνευτές (Χαρά Κότσαλη, Γιώργος Νικόπουλος, Αλίκη Στενού, Δημήτρης Σωτηρίου, Τζωρτζίνα Χρυσκιώτη και η Αργυρώ Χιώτη) συνδιαμορφώνουν αυτό το τοπίο της μνήμης, ερμηνεύουν τα φωνητικά σύνολα και τα τραγούδια, σχηματίζουν γλυπτικές συνθέσεις, λειτουργώντας συχνά ως ένα σώμα, συμπληρώνουν τις δράσεις. Συμπορεύεται μαζί τους το ηχητικό περιβάλλον, ο αέρας που φυσάει μανιασμένα, οι δυνατοί κρότοι, στήνοντας στη σκηνή φευγαλέες αισθήσεις από την κυκλαδίτικη γενέτειρα του καλλιτέχνη και το εργαστήριο μαρμαρογλυπτικής μέσα στο οποίο μεγάλωσε. Παρά τις αδυναμίες της δραματουργίας, το αποτέλεσμα είναι γοητευτικό και η αίσθηση που κυριαρχεί είναι αυτή της ρευστότητας· τίποτα δεν είναι συμπαγές (βρισκόμαστε, εξάλλου, σε ένα επίπεδο έξω από το ρεαλιστικό), κι εδώ η Χιώτη μοιάζει να λειτουργεί σαν τον Χαλεπά, στα χέρια του οποίου το βαρύ, άκαμπτο μάρμαρο μεταμορφωνόταν.
Περισσότερες πληροφορίες
Χαλεπάς
Η ζωή και το έργο του Τηνιακού γλύπτη ζωντανεύουν σε μια σύγχρονη μουσική τραγωδία με όχημα το ηχητικό περιβάλλον κι ένα βιότοπο από δέντρα που στήνεται εντός και εκτός σκηνής.