Ο Βασίλης Μπισμπίκης συνεχίζοντας την προσπάθειά του για ένα θέατρο προσανατολισμένο σε καίρια ζητήματα, επιχειρεί με τα "Κόκκινα φανάρια" να στρέψει το βλέμμα μας στις τρανς γυναίκες, ίσως την πιο περιθωριοποιημένη από όλες τις κοινωνικές ομάδες. Βασίζεται και αυτήν τη φορά σε ένα προϋπάρχον κείμενο, στο ομώνυμο θεατρικό έργο του Αλέκου Γαλανού, κάτι που σε πρώτο επίπεδο είναι μια καλή ιδέα, καθώς του παρέχει έναν βασικό δραματουργικό καμβά. Τελικά, όμως, το κείμενο αποδεικνύεται η βασική αδυναμία της παράστασης: παρόλο που η ιστορία μετατοπίζεται από τις πόρνες της Τρούμπας του ’60 στις τρανς γυναίκες του σήμερα, διατηρεί συγγένεια με το αρχικό κείμενο (διασκευή Β. Μπισμπίκης-Χρ. Νικολόπουλος). Το αποτέλεσμα είναι να μην αποφεύγεται μια αίσθηση μελοδραματικής "γραφικότητας" στην υπόθεση και στους χαρακτήρες: τα όνειρα για ένα "σπιτάκι", η εξάρτηση από τον άνδρα/εκμεταλλευτή, το χτίσιμο των προσώπων πάνω σε αυτούς του έργου/ταινίας (πόσω μάλλον οι αναπαραγωγές χαρακτηριστικών φράσεων) δεν βοηθούν ιδιαίτερα την επιθυμία της παράστασης να μιλήσει με σημερινούς όρους για να καταρρίψει το στιγματισμό και τα στερεότυπα του κοινωνικού αυτοματισμού.
Όταν το κείμενο επικεντρώνεται στο σημερινό υλικό, το όλο εγχείρημα δονείται από την ενέργεια και τη δυναμική που επιτυγχάνει η πραγμάτωση της αρχικής ιδέας. Και αυτό δεν συμβαίνει μόνο όταν παρεμβάλλονται οι ντοκουμενταρίστικης υφής μαρτυρίες του Δημήτρη Παπάζογλου και ειδικά της Μπέττυς Βακαλίδου που ανατρέχει στην ιστορία των τρανς –μία από τις κορυφαίες στιγμές της παράστασης, ενώ συνολικά η Βακαλίδου κυριαρχεί με μια σχεδόν δωρική παρουσία–, αλλά και όταν τα πρόσωπα αποσπώνται από το προϋπάρχον υλικό και γίνονται νέοι χαρακτήρες˙ στο πλαίσιο αυτό λειτουργεί εξαιρετικά και η –κατόπιν σκηνοθετικής προσθήκης– ανδρόγυνη παρουσία του Κομπέρ (Δημήτρης Γαλάνης). Αυτούς τους νέους χαρακτήρες, κρυμμένους πίσω από την πανοπλία μιας σκληρής πορνογραφικής γλώσσας και μιας βίαιης, (αυτο)ταπεινωτικής συμπεριφοράς, επιχειρεί να φωτίσει με ειλικρίνεια, ωμότητα, αλλά και ενσυναίσθηση ο Μπισμπίκης, χωρίς να αποφεύγει πάντοτε τη σχηματική απεικόνιση.
Η παράσταση, πάντως, αποτελεί ένα σημαντικό θεατρικό εγχείρημα, γεμάτο τόλμη και αλήθεια. Ο Μπισμπίκης τη διαρθρώνει σε δύο μέρη, παίζοντας "ύπουλα" με τις προσδοκίες του κοινού. Καθώς το πρώτο μέρος εξελίσσεται, ως επί το πλείστον, στη λογική ενός drag show με όλη την γκέι και κουίρ μουσική μυθολογία (Σερ, Άννα Βίσση, Φρέντι Μέρκιουρι, Μπιγιόνσε κ.λπ.), δημιουργεί ψευδώς την εφησυχαστική εντύπωση ενός "κλαμπάτου" θεάματος με μπόλικη αθυροστομία και ηδονοβλεπτικές διαθέσεις - για να ακολουθήσει ένα σαφώς δεισδυτικότερο στα ζητούμενα της σκηνοθετικής ιδέας δεύτερο μέρος, χωρίς στο ελάχιστο να χαθεί η ηλεκτρισμένη ατμόσφαιρα, η σκηνική ενέργεια και η χαρά των συμμετεχόντων, στους οποίους οφείλεται αυτό το εκρηκτικό, ειλικρινές και εντέλει συγκινητικό αποτέλεσμα όπου δίνονται με όλη τους την ψυχή, δηλαδή στους Ελεονώρα Αντωνιάδου, Γιανμάζ Ερντάλ, Μάρα Ζαλώνη, Μάνο Καζαμία, Στέλιο Τυριακίδη και όλους τους υπόλοιπους, επαγγελματίες και ερασιτέχνες, ηθοποιούς.
Περισσότερες πληροφορίες
Κόκκινα φανάρια
Με φόντο ένα σύγχρονο μπαρ ζωντανεύει η queer εκδοχή των «Κόκκινων φαναριών» του Αλέκου Γαλανού, που μεταφέρει την Τρούμπα του ‘60 στη σκληρή πραγματικότητα του σήμερα.