Η Ελένη Σκότη μας συστήνει ένα έργο άπαιχτο ως τώρα στην Ελλάδα, όπως έχει κάνει κι άλλες φορές στο παρελθόν, ενισχύοντας έτσι τον πλουραλισμό της σύγχρονής θεατρικής πραγματικότητας με άγνωστα δείγματα της ξένης δραματουργίας. Επιλέγει το έργο του Ισπανού Νταβίντ Ντασόλα, ένα υπαρξιακό δράμα με αποχρώσεις ψυχολογικού θρίλερ, που τη βοηθάει να δουλέψει το θέατρο που ξέρει καλά, δηλαδή κείμενα που βασίζονται στις σχέσεις και φωτίζουν τον πολύπλοκο εσωτερικό ψυχισμό των προσώπων. Στη "Σιωπηλή λίμνη" (2006), ο Όσκαρ, ένας καθηγητής που έχει σταματήσει να διδάσκει λόγω ψυχικού τραύματος, ύστερα από την επίθεση ενός μαθητή εναντίον του, πείθεται από έναν παλιό καθηγητή του να παραδώσει ιδιαίτερα μαθήματα στο γιο της Ιρένε, μιας γυναίκας που γρήγορα θα αποδειχθεί ότι κουβαλάει τα δικά της τραύματα, τα οποία την έχουν οδηγήσει στη δημιουργία μιας ψεύτικης πραγματικότητας. Οι δυο τους θα έρθουν κοντά, παρακινημένοι από το γεγονός της εσωτερικής μοναξιάς τους, όμως οι ψευδαισθήσεις τους θα είναι καθοριστικές για τη συνέχεια.
Το έργο ποντάρει στην έκπληξη του θεατή, όχι τόσο σχετικά με την ταυτότητα του γιου της Ιρένε, όσο κυρίως με την ανατροπή του φινάλε, που έρχεται να επιστεγάσει τη συγγραφική προβληματική γύρω από το τραύμα της απώλειας, τους εσωτερικούς φόβους που λειτουργούν ως τροχοπέδη, τη δημιουργία ψευδαισθήσεων ως αυτοάμυνα απέναντι στην πραγματικότητα και την ανθρώπινη ανάγκη για επαφή. Όλη αυτή η προβληματική αναδεικνύεται με ουσιαστικό τρόπο στη σκηνοθεσία της Σκότη, που αποσπάει τρεις ωραίες ερμηνείες από τους ηθοποιούς. Καθένας χτίζει το χαρακτήρα του με εσωτερικότητα και αλήθεια, ενώ συνδέονται μεταξύ τους με καλή σκηνική χημεία: η Παναγιώτα Βλαντή καταθέτει μια σημαντική ερμηνεία, αποδίδοντας μια γυναίκα με ιδιόμορφη συμπεριφορά και σωματοποιημένα εσωτερικά τραύματα, ο Θανάσης Κουρλαμπάς συλλαμβάνει την αμήχανη συμπεριφορά του Όσκαρ, που εμφανίζεται άνετος αλλά προσπαθεί ανεπιτυχώς να ξεπεράσει τις πληγές του παρελθόντος, και ο Χάρης Τσιτσάκης είναι απολαυστικός στον καταλυτικό ρόλο του Καθηγητή, που λειτουργεί ως καθρέφτης πάνω στον οποίο προβάλλονται οι εσωτερικές ψυχικές συγκρούσεις των άλλων δύο.
Το έργο, όμως, παρά το ενδιαφέρον υλικό, καταλήγει μάλλον εσωστρεφές και η ιστορία εξελίσσεται γραμμικά, σε χαμηλούς τόνους και χωρίς κάποια κορύφωση που θα την ξεκολλούσε από την κάπως μονότονη αλληλουχία σκηνών, οι οποίες εναλλάσσονται μεταξύ των συναντήσεων του Όσκαρ με την Ιρένε και του Όσκαρ με τον Καθηγητή του. Σε αυτή την έλλειψη κορύφωσης και την εσωτερική ανακύκλωση των σκηνών σκοντάφτει η παράσταση, η οποία σε όλα τα άλλα επίπεδα –όχι μόνο των ερμηνειών– διακρίνεται για το αξιοσημείωτο σκηνικό περιβάλλον που δημιουργούν οι μουσικές νότες του Στέλιου Γιαννουλάκη, τα λειτουργικά και καλαίσθητα σκηνικά του Γιώργου Χατζηνικολάου, τα ωραία κοστούμια της Μαρίας Αναματερού και, κυρίως, για τη ζεστή αίσθηση που φτάνει στην πλατεία.
Περισσότερες πληροφορίες
Η σιωπηλή λίμνη
Το τραυματικό παρελθόν ενός καθηγητή και της μητέρας ενός μαθητή του τους φέρνει κοντά, στο βραβευμένο έργο που ισορροπεί ανάμεσα στο ψυχολογικό θρίλερ και το υπαρξιακό δράμα.