Το έργο του Μίλερ είναι αυτό που τελικά επιβάλλεται σε μια παράσταση που το προσεγγίζει με δυναμισμό, αλλά όχι με τη ζητούμενη διεισδυτικότητα.
Ο Άρθουρ Μίλερ έγραψε τις «Μάγισσες του Σάλεμ» βασισμένος στα πραγματικά γεγονότα που συνέβησαν στην ομώνυμη πόλη της Μασαχουσέτης το 1692, όταν εξαπολύθηκε ένα κυριολεκτικό κυνήγι μαγισσών: τα παράξενα, αδιάγνωστα από τους γιατρούς, συμπτώματα που εμφάνισαν δύο νεαρά κορίτσια, εκλήφθηκαν ως σημάδια δαιμονισμού. Τα κορίτσια κατηγορήθηκαν για μαγεία και οδηγήθηκαν στη φυλακή, ενώ δεκάδες ακόμη έφτασαν μετά από αυτές στο εδώλιο με την ίδια κατηγορία. Όσες ομολογούσαν ότι είχαν παραδοθεί στον Σατανά και κατέδιδαν άλλες έπαιρναν χάρη, όσες αρνούνταν να υποκύψουν στο σκοταδισμό, παραδεχόμενες κάτι που δεν ίσχυε, τιμωρούνταν με δημόσιο απαγχονισμό.
Ο Μίλερ ξεκινάει τη δική του εκδοχή από μια ερωτική απόρριψη: μια νεαρή κοπέλα, η Άμπιγκεϊλ, θέλει να ξαναφέρει κοντά της, καταφεύγοντας σε ξόρκια, έναν παντρεμένο άνδρα με τον οποίο είχε συνευρεθεί ερωτικά, αλλά αυτός τελικά την απέρριψε. Αυτό το αθώο παιχνίδι ερωτικής μαγείας θα σημάνει την έναρξη μιας αλληλουχίας κατηγοριών, καταδόσεων, φυλακίσεων και εκτελέσεων αθώων ανθρώπων με την κατηγορία του «δαιμονισμού». Αν και απώτερος σκοπός του Μίλερ ήταν να αναφερθεί στο κυνήγι εναντίον των κομμουνιστών που εξαπέλυσε ο γερουσιαστής Μακάρθι στην Αμερική του 1950, η θεατρική μεταφορά του δεν χρειάζεται να υπακούσει σε αυτό το πλαίσιο – δεν χρειάζεται καν να εκσυγχρονίσει το έργο. Το μεσαιωνικό, «δαιμονικό» περιβάλλον μπορεί να διατηρηθεί, αρκεί να μη γίνει αυτοσκοπός όπως στην περίπτωση της σκηνοθεσίας του Νικορέστη Χανιωτάκη, ο οποίος διάβασε το έργο περίπου ως θρίλερ, εστίασε στην ατμόσφαιρα –πράγματι υποβλητική η παράσταση χάρη στους φωτισμούς (Χριστίνα Θανάσουλα), τη μουσική (Γιάννης Μαθές) και την κυριαρχία του μαύρου χρώματος στα σκηνικά και τα ωραία κοστούμια (Αρετή Μουστάκα, Χριστίνα Πανοπούλου)– και οδηγήθηκε σε μία μάλλον εξωτερική απόδοσή του, με κυρίαρχα χαρακτηριστικά την υπέρμετρη κινησιολογία και την εξωστρεφή υποκριτική, που κορυφώθηκε στο πρόσωπο της Ιωάννας Παππά, η οποία ερμήνευσε την Άμπιγκεϊλ με σπασμωδικές κινήσεις, μεγάλες χειρονομίες και βαθιά φωνή.
Έχοντας μπροστά του ένα έργο για τις καταστροφικές συνέπειες του δογματισμού και του (θρησκευτικού) σκοταδισμού, την κατασκευή ενόχων, τις διώξεις για ανυπόστατες κατηγορίες, την αναμέτρηση με τη συνείδηση, τη σημασία να εμμένει κανείς στην αλήθεια –θέματα τόσο επείγοντα και σήμερα–, ο Χανιωτάκης προτίμησε να δημιουργήσει ένα εντυπωσιακό περιτύλιγμα, ενώ άφησε τους ηθοποιούς αβοήθητους, παρά το καλό υλικό που είχε στη διάθεσή του. τόσο τους έμπειρους Νικήτα Τσακίρογλου και Μελίνα Βαμβακά, που θα μπορούσαν να αποτελέσουν οδηγό με την ήρεμη δύναμή τους, τον Άκη Σακελλαρίου (Τζον Πρόκτορ), τη Ρένια Λουιζίδου (Ελισάβετ Πρόκτορ), αλλά και τους νεότερους, από τους οποίους ειδικά οι κοπέλες, οι νεαρές «μάγισσες», έδειξαν πολύ ωραία δείγματα γραφής: Κατερίνα Νικολοπούλου, Ισιδώρα Δωροπούλου, Μαρία Μοσχούρη, Αντουανέτα Παπαδοπούλου, Δανάη Ομορεγκιέ Νεάνθη.
Περισσότερες πληροφορίες
Οι μάγισσες του Σάλεμ
Βασισμένο στην πραγματική ιστορία της καταδίκης ως μαγισσών 20 γυναικών στο χωριό Σάλεμ της Μασαχουσέτης το 1692, το αριστούργημα του Μίλερ είναι μια διαχρονική καταγγελία των δεισιδαιμονιών, των προκαταλήψεων και του φανατισμού.