Το έργο της Ρωσίδας ποιήτριας, που εμπνέεται από τον αρχαιοελληνικό μύθο του έρωτα της Φαίδρας για τον γιο του άντρα της, πυροδοτεί μια παράσταση που διαψεύδει τη βεβαιότητα της Τσβετάγιεβα πως προορισμός του είναι η ανάγνωση και όχι το ανέβασμα στη σκηνή. Ο Δημήτρης Καραντζάς δείχνει να επιστρέφει σε μεθόδους και εργαλεία του παρελθόντος, μεταχειριζόμενος τη φόρμα προκειμένου να δώσει φυσική υπόσταση στο κείμενο, αλλά απεγκλωβίζεται από τα καλούπια και την απόσταση που αυτή δημιουργεί και καταθέτει ένα σκηνικό ποίημα, το οποίο απολαμβάνεις πρωτίστως με το συναίσθημα και δευτερευόντως με τη λογική. Από το ποιητικό κείμενο, αλιεύει κομβικά σημεία και τα μεταγράφει σε λυρικής και εικαστικής ποιότητας εικόνες: η δράση εκτυλίσσεται γύρω από ένα κλαδί που σταδιακά αναπτύσσεται σε μια σύνθεση από άνθη και άλλα κλαδιά, ως αναφορά στη μυρτιά πίσω από την οποία πρωτοείδε η Φαίδρα τον Ιππόλυτο και στην οποία τελικά κρεμάστηκε.
Οι ηθοποιοί είναι δοσμένοι σε μια δική τους ιεροτελεστία, την οποία παρακολουθούμε από το παραλληλόγραμμο «παράθυρο» που δημιουργούν δύο τελάρα στο άνοιγμα της σκηνής. Ίσως μοιάζει με κρυφοκοίταγμα ή με ζωντανό πίνακα, όπου το μαύρο των κοστουμιών (Ι. Τσάμη) κοντράρει στο λευκό του σκηνικού (Μ. Πανουργιά). Ένα έργο αφιερωμένο στην απελπισία του έρωτα και τη μοναξιά των σωμάτων ζωντανεύει μέσα από τη σωματική ευγλωττία και τη χορικότητα (Τ. Καραχάλιος), προσεγμένο σε κάθε λεπτομέρεια: στις ζωώδεις κινήσεις και στάσεις των γυναικών, στην έμφαση στον κομβικό ρόλο της Τροφού, στην εκφορά του λόγου και, φυσικά, στις υποδειγματικές ερμηνείες: Μιχάλης Σαράντης, Νίκος Μάνεσης, Αλεξία Καλτσίκη, Στεφανία Γουλιώτη, Κωνσταντίνος Αβαρικιώτης.