Ο Βασίλης Μπισμπίκης δείχνει πως έχει βρει το σκηνοθετικό του στίγμα, τουλάχιστον στην παρούσα φάση. Ξεκινώντας πέρυσι με το «Άνθρωποι και ποντίκια» του Στάινμπεκ, εφαρμόζει τη «μέθοδο» της προσαρμογής ενός ξένου –και χρονικά απομακρυσμένου– προς την Ελλάδα του σήμερα έργου, ερμηνεύοντάς το με ακραίο ρεαλισμό. Ο φετινός «Πατέρας», που εμπνέεται από το ομώνυμο έργο του Στρίντμπεργκ, θα μπορούσε να χτυπήσει ένα καμπανάκι για τον κίνδυνο να γίνει μανιέρα αυτή η προσαρμογή και, κυρίως, ο ακραίος ρεαλισμός και ό,τι τον συνοδεύει (αγοραία γλώσσα, ακραίοι χαρακτήρες κ.λπ.).
Η παράσταση αποδεικνύει ότι ο κίνδυνος απεφεύχθη: η μεταγραφή του έργου στη σύγχρονη πραγματικότητα αποτελεί και πάλι ερμηνευτικό εργαλείο, όχι σκηνικό εφέ. Η σύγκρουση του ζευγαριού με αφορμή τον επαγγελματικό προσανατολισμό της κόρης τους είναι και στην εκδοχή του Μπισμπίκη, όπως στο πρωτότυπο, το εφαλτήριο της πλοκής. Πίσω από αυτήν τη σύγκρουση κρύβονται πολλά: ένας αρρωστημένος γάμος, άνθρωποι ανίκανοι να αγαπήσουν, η συζυγική/γονεϊκή εξουσία ως μέσο αυτοεπιβεβαίωσης κ.λπ. Όλα φωτίζονται υπό νέο πρίσμα, χάρη στην τοποθέτηση της δράσης κάπου στην Αθήνα, μια παραμονή Πρωτοχρονιάς (ωραία ειρωνική η ιδέα της οικογενειακής κόλασης εν μέσω μιας «παραδοσιακά» οικογενειακής γιορτής), κι επιπροσθέτως η μεταφορά της ιστορίας δίνει στον Μπισμπίκη την ευκαιρία να ανοίξει το πεδίο πέραν των θεμάτων που θίγει το πρωτότυπο έργο· κυρίαρχη στην εκδοχή του είναι η επίδραση της οικονομικής κρίσης στις συζυγικές και οικογενειακές σχέσεις.
Το ελληνικό ένδυμα και ο ρεαλισμός συντελούν στην επίδραση της παράστασης· κάνουν την εμπειρία για τον θεατή βιωματική, έχουν σχεδόν σωματική επίδραση πάνω του. Είναι προφανές ότι τον Μπισμπίκη τον ενδιαφέρει ένα θέατρο που λειτουργεί σαν «γροθιά στο στομάχι» και καταρρίπτει κάθε όριο ψευδαίσθησης. Ζητούμενο είναι οι θεατές –όπως και οι ηθοποιοί, που άλλωστε δανείζουν τα ονόματά τους στους ρόλους– να γίνουν «ένα» με όσα συντελούνται επί σκηνής.
Το μεγάλο στοίχημα είναι η κατάκτηση του ρεαλισμού από τους ηθοποιούς (αυτή βεβαίως είναι μέρος και της σκηνοθετικής ευθύνης), ενός ύφους που, για να πείσει, χρειάζεται να εμφανίζεται επί σκηνής ως «φυσική κατάσταση». Μπορεί να φαίνεται εύκολο να επιτευχθούν οι τεταμένες ερμηνείες, η αγοραία γλώσσα, το ύφος «πεζοδρομίου», όμως όλα αυτά μπορεί να αποδειχτούν βεβιασμένα. Από αυτήν την άποψη, η παράσταση εμφανίζεται άνιση, καθώς π.χ. η Μαρίνα Ασλάνογλου μπαίνει εξαρχής σε μια συνθήκη έντασης και δεν αφήνει να φανούν –παρά μόνο σε λίγες στιγμές– οι εσωτερικές διαδρομές που την έχουν οδηγήσει εκεί. Η Γιάννα Σταυράκη σε σημεία δείχνει να νιώθει άβολα με τη συνθήκη, αν και πρέπει να σημειωθεί ότι φέρνει στη σκηνή την εμπειρία της. Αντιθέτως, ο Τάσος Ιορδανίδης στον κεντρικό ρόλο και ο Ιωσήφ Ιωσηφίδης φωτίζουν πολύπλευρα τους ήρωές τους, ενώ ωραίες στιγμές έχει η Νικολέττα Χαρατζόγλου, ειδικά στις τρυφερότερες σκηνές της με τον πατέρα/Τάσο Ιορδανίδη.
ΑΠΟΘΗΚΗ Σαρρή 40, Ψυρρή, 2103253153. Διάρκεια: 90΄.