Έργο-τρικλοποδιά του Αμερικανού συγγραφέα, ζητάει σίγουρη σκηνοθετική καθοδήγηση και μεγάλες ερμηνείες. Η παράσταση που υπογράφει ο Νικορέστης Χανιωτάκης φαίνεται να βασίζεται μόνο στις δεύτερες και έτσι καταλήγει με αρκετά θολά σημεία.
Όταν ο Άλμπι, έγραφε το «Ποιος φοβάται τη Βιρτζίνια Γουλφ» στις αρχές της δεκαετίας του ’60 δεν φανταζόταν, υποθέτω, πως ένα από τα πρώτα έργα του θα τον έβαζε στο πάνθεον των κορυφαίων νεοτεριστών της αμερικάνικης δραματουργίας. Σαράντα χρόνια μετά όμως, στη δύση της ζωής του, υπογράφοντας την προβοκατόρικη «Γίδα» ο «θόρυβος» ήταν μάλλον προμελετημένος. Ο ίδιος ίσως και να διασκέδαζε σκεπτόμενος τις αντιδράσεις που θα προκαλούσε ένα έργο συζυγικής απιστίας, στο οποίο η ευτυχία ενός ζευγαριού διαλύεται όταν ο άκρως επιτυχημένος επαγγελματίας, πατέρας και σύζυγος ερωτεύεται παράφορα μια... γίδα.
Είναι μάλλον προφανές ήδη από την πρώτη επαφή με το έργο ότι ο Άλμπι επιθυμεί να δοκιμάσει τις αν(τ)οχές μας και πως το πρόσχημα μιας γίδας ως υποκειμένου του πόθου δεν εξυπηρετεί τόσο τον ρεαλισμό (αν και το έργο δεν αφήνει εντελώς απ’ έξω την ίδια την κτηνοβασία ως ψυχοπαθολογική ασθένεια) όσο τις ανάγκες μιας άβολης αλληγορίας. Και εδώ ο συγγραφέας βάζει στο στόχαστρό του κάτι που τον απασχολούσε πάντα: την καλοβαλμένη (αμερικάνικη) οικογένεια, που κρύβει μέσα σε πολυτελείς τοίχους, κάτω από πανάκριβα χαλιά, ενοχές, ψέματα και παθογένειες.
Μια τέτοια οικογένεια είναι αυτή του έργου -ο αρχιτέκτονας, στο απόγειο της καριέρας του, Μάρτιν, η σύζυγός του Στίβι, και ο ομοφυλόφιλος γιος τους Μπίλι-, που βλέπει ισορροπίες να ανατρέπονται και απωθημένα να βγαίνουν στην επιφάνεια μόλις ο Μάρτιν ομολογήσει –πρώτα στον καλύτερό του φίλο Ρος, και έπειτα στη γυναίκα του- το εξωσυζυγικό του ειδύλλιο.
Το ερώτημα είναι: πώς παίζεται αυτό το έργο; Δεν πρόκειται για κωμωδία, ή αν διαβαστεί έτσι μπορεί να θεωρηθεί μαύρη κωμωδία. Στόχος του πάντως είναι να μας φέρει σε δύσκολη θέση, όχι να μας κάνει να τοποθετήσουμε το θέμα του στη σφαίρα του απίθανου και άρα να αρνηθούμε τις όποιες άβολες αλήθειες μπορεί να αντιπροσωπεύει για τον καθένα αυτός ο παρά φύσιν «έρωτας». Από αυτή την άποψη, δεν νομίζω πως η παράσταση του Νικορέστη Χανιωτάκη βοήθησε στη δικαίωσή του. Ο θεατής βγαίνει από την παράσταση χωρίς να έχει δοκιμαστεί, χωρίς έστω να έχει αναρωτηθεί τι μπορεί να «σήμαινε» αυτό που είδε, πέρα από το επίπεδο ενός «περίεργου» έργου που προκαλεί αρχικά γέλια αμηχανίας, αλλά έπειτα γέλια που θα προκαλούσε μια «εξωφρενική» κωμωδία.
Η ερμηνεία βέβαια του Νίκου Κουρή είναι συγκλονιστική και καθοριστική: ο Μάρτιν του είναι πράγματι ένας άνθρωπος τρομοκρατημένος από το γεγονός πως τα νέα δεδομένα της ζωής του έρχονται να ανατρέψουν καλά παγιωμένες πεποιθήσεις του· είναι επίσης ένας εγκλωβισμένος άνθρωπος που ξεσπάει ενάντια στον καθωσπρεπισμό του «τι θα πει ο κόσμος». Από εκεί και πέρα, η σκηνοθεσία δεν φροντίζει να φωτίσει τα υφέρποντα ζητήματα του έργου, ενώ ακόμη πιο ασαφής παραμένει απέναντι στα «προβληματικά» σημεία του, όπως π.χ. το αιμομικτικό φιλί του Μάρτιν προς τον γιο του, που προκύπτει απλώς επειδή το λέει το έργο.
Τα παράπονα του ομοφυλόφιλου γιου (Μιχάηλ Ταμπακάκης) που, υποτίθεται, έχει ανατραφεί με τον δέοντα φιλελευθερισμό από τους γονείς του, αλλά ο ίδιος τούς καταλογίζει αδιαφορία, η δικαιολογημένη οργή της Στίβι (Λουκία Μιχαλοπούλου) που την κάνει όμως να φτάσει μέχρις φόνου, γενικά οι συγκρούσεις των προσώπων μεταφέρονται επί σκηνής με εύγλωττες ερμηνείες χωρίς όμως να έχει απασχολήσει τη σκηνοθεσία να δείξει τα βαθύτερα αίτια της συμπεριφοράς και της στάσης των προσώπων. Ακόμη και η ωραία εκ πρώτης όψεως ιδέα του σκηνικού (Αρετή Μουστάκα), που τοποθετεί τους ήρωες μέσα σε ένα γυάλινο κουτί, επιτελώντας πολλαπλό συμβολικό ρόλο, καταλήγει να ζημιώσει την ίδια τη θέαση της παράστασης, καθώς περιορίζει σημαντικά την οπτική σε κάποιους από τους θεατές.
ΘΗΣΕΙΟΝ Τουρναβίτου 7, Ψυρρή, 210 3255444. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Η γίδα ή Ποια είναι η Σύλβια;
Μπορεί η αποκάλυψη για τον κρυφό έρωτα του συζύγου με μια γίδα να «χαλάσει» την οικογενειακή ευτυχία; Στο έργο, που τιμήθηκε με βραβείο Τόνι (2001), το γεγονός αυτό γίνεται η αφορμή για ένα ταξίδι στα μύχια της ψυχής.