Φιλότιμο εγχείρημα με μερικές καλές ιδέες και εκτελεσμένο με κέφι, που όμως πέφτει στα συνήθη σφάλματα όσον αφορά στην απόδοση του φαρσικού είδους
Χαριτωμένο, ευφρόσυνο και εύπεπτο, το είδος της φαρσοκωμωδίας έχει διανύσει μεγαλύτερη του ενός αιώνα σκηνική διαδρομή. Τα έργα της αφορούν κυρίως ιστορίες απιστίας ή κάθε λογής απάτης που περιπλέκονται σε ένα κουβάρι παρεξηγήσεων και μπερδεμάτων, έως ότου επέλθει το «τέλος καλό, όλα καλά», χωρίς καμία απώλεια για απατούντες και απατημένους. Το ενδιαφέρον της δεν οφείλεται στο ιδεολογικό της βάρος, αλλά στα άκρως θεατρικά χαρακτηριστικά της, ειδικά όταν συνυπάρχουν στα καλά δείγματα του είδους: κωμικότητα, πρόσωπα στα όρια της καρικατούρας, συνεχείς ανατροπές, ρυθμός. Αυτό είναι το οπλοστάσιό της, που μπορεί να αποτελέσει μάλιστα πεδίον δόξης λαμπρό για σκηνοθετικές και ερμηνευτικές δοκιμές και «πειράγματα».
Αυτά ακριβώς τα χαρακτηριστικά, όμως, είναι που αποδεικνύονται συχνά επιζήμιοι σύμβουλοι και οι σύγχρονες παραστάσεις εγκλωβίζονται σε ένα στιλ παρερμηνείας που τείνει να αποτελέσει κοινό τόπο: φωνές και εντάσεις στην προσπάθεια να κατακτηθεί ο ρυθμός, υπέρμετρη σκηνοθεσία και πλήθος ευρημάτων, σχετικά και άσχετα με το έργο, που καταλήγουν να το καπελώσουν, ευκολίες στην απόδοση των ρόλων, ίσως και μια αφ’ υψηλού θεώρηση πως το είδος θέλει πολλή «εξωτερική βοήθεια».
Η παράσταση του «Ράφτη κυριών» που σκηνοθετεί ο Δημήτρης Μυλωνάς, μια τυπική φάρσα συζυγικής απιστίας, πέφτει στα παραπάνω σφάλματα. Αν και η έναρξη είναι υποσχόμενη, με όλο το θίασο επί σκηνής να επιδίδεται σε χορευτικές φιγούρες παίζοντας με τον ρυθμό και το ύφος, και ακολουθεί μια σκηνή δοσμένη χαριτωμένα με γαλλικές φράσεις και λέξεις, προδιαθέτοντας πως κάτι ωραίο θα δούμε, εντέλει η παράσταση ούτε κάποια πρόταση καταθέτει αλλά ούτε και το έργο αναδεικνύει. Το κυριότερο πρόβλημα είναι η εντύπωση πως η σκηνοθεσία -και ακολούθως οι ηθοποιοί- παρωδεί τους τύπους που έχει δημιουργήσει αντί να τους υπερασπίζεται. Έτσι ακόμη και οι καλές ιδέες χαντακώνονται (η πεθερά που αποδίδεται ως Κρουέλα ντε Βιλ ή ο μονίμως τσαντισμένος μπάτλερ), κάποιοι ρόλοι αποδίδονται αναμενόμενα (η ερωμένη και η σύζυγος παίζουν τις γλυκανάλατες «γατούλες»), ενώ άλλοι υπερφορτώνονται με αδικαιολόγητα ευρήματα (όπως η πελάτισσα που παίζει εσκεμμένα ως κακή τραγωδός την Κασσάνδρα).
Έπειτα, επικρατούν σταδιακά η ευκολία των ανεβασμένων τόνων σε φωνή και κίνηση και η έλλειψη μέτρου και ισορροπιών, που ακυρώνουν κάθε αίσθηση λεπτότητας (η οποία, όμως, δεν λείπει από το φαρσικό είδος), ξεχειλώνουν τον ρυθμό και αλλοιώνουν τη σπιρτάδα του έργου. Οι ηθοποιοί εγκλωβίζονται σε ένα αμετάβλητο και, κυρίως, εξωτερικό ερμηνευτικό ύφος, που εντέλει ζημιώνει ακόμη και τις καλές ερμηνείες. Το απλό, λειτουργικό σκηνικό με τις μετακινούμενες πόρτες βοηθάει τη δράση (Αμαλία Αντώνη), ενώ τα κοστούμια (Μiltos), με ελάχιστες εξαιρέσεις, προσθέτουν στην ωραία όψη.
ΑΠΟ ΜΗΧΑΝΗΣ ΘΕΑΤΡΟ, Ακαδήμου 13, Μεταξουργείο, 2105232097. Διάρκεια: 90΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ράφτης κυριών
Κλασική φαρσοκωμωδία γεμάτη ίντριγκες, συζυγικές απιστίες και διασκεδαστικές ανατροπές που δεν έχουν τέλος.