Ως ένας πειραματιστής, χαοτικός αλλά σπαρακτικά λυρικός, διαφαίνεται εδώ ο μέγας αμερικανός ψυχογράφος και οι Μάνια Παπαδημητρίου-Αλέκος Συσσοβίτης στροβιλίζονται έντεχνα στο οντολογικό καρουζέλ αυτού του άγνωστου έργου του.
Δεν είναι έργο ρεπερτορίου η «Κραυγή». Ελάχιστα στοιχεία προδίδουν ότι ο συγγραφέας της είναι εκείνος του «Λεωφορείου ο πόθος». Είναι, μάλλον, ένα «έργο για δύο πρόσωπα» (αυτός ήταν ο αρχικός τίτλος), το οποίο «παραείναι ιδιαίτερο για το ευρύ κοινό» (όπως παραδέχεται ένας από τους ήρωες του). Με πιραντελική υφή και μπεκετική διάθεση, δομικές αδυναμίες («κύκλους», επαναλήψεις, λυρισμό ανάμικτο με κοινοτοπίες, απανωτά φινάλε) κι έναν πολύσημο αλλά συχνά βαρύγδουπο λόγο, ο Ουίλιαμς αφήνει στην «Κραυγή» έναν σπαραξικάρδιο αχό: εκείνον του καταραμένου καλλιτέχνη, του δια θεάτρου σαλού, του «τρελού» που ορίζει την ύπαρξή του στα σανίδια μιας τέχνης τόσο εφήμερη και φευγαλέας όσο η ζωή.
Με τον αχό αυτό κλείνει η «Κραυγή»: «η μαγεία είναι ο εθισμός της ύπαρξής μας» λέει ο ένας εκ των δύο ηρώων. Και τα φώτα σβήνουν. Βασισμένο στη σύμβαση του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», η «Κραυγή» καλεί στη σκηνή δύο αδέρφια, ηθοποιούς και θιασάρχες ενός περιοδεύοντος θιάσου, ο οποίος τους εγκαταλείπει, αποκαλώντας τους «τρελούς». Το κοινό, όμως, καταφθάνει κι εκείνοι αποφασίζουν να παίξουν κάτι για αυτό. Θα τους επιτρέψουν, όμως, τα ψυχικά τραύματα της (πραγματικής) ζωής τους να βουτήξουν στο (μη πραγματικό) τραύμα των ρόλων τους;
Μήπως, τελικά, ο Ουίλιαμς επιχείρησε, μετά τα ψυχογραφήματα των ξεπεσμένων καλλονών του, να συνθέσει μια ψυχογραφία του ίδιου του θεάτρου; Σαν μια βουτιά στο τρικυμισμένο υποσυνείδητο του έμμονου –και, δη, αποτυχημένου- καλλιτέχνη φαντάζει η «Κραυγή». Μπορώ να φανταστώ τον Ουίλιαμς, τον αλλοτινό γίγαντα του αμερικανικού θεάτρου αλλά πλέον κάπως «ξεπερασμένο» συγκριτικά με τη ραγδαία τότε ανερχόμενη νεουορκέζικη avant-garde, να το ξεκινά αμέσως μετά το θάνατο του –επί δεκατέσσερα χρόνια- συντρόφου του, το 1963, να το γράφει και να το ξαναγράφει επί μια δεκαετία, να το βλέπει να ανεβαίνει και να κατεβαίνει δίχως καμία απήχηση και, όταν πια παρουσιάζει την τελική εκδοχή του, χαρακτηρίζοντάς το μάλιστα «το πιο αγαπημένο μου μετά το ‘Λεωφορείο», να βιώνει και πάλι την απόρριψή του –από κοινό και κριτικούς.
Βασισμένο στη σύμβαση του «θεάτρου μέσα στο θέατρο», η «Κραυγή» καλεί στη σκηνή δύο αδέρφια, ηθοποιούς και θιασάρχες ενός περιοδεύοντος θιάσου. Στην έντεχνη σκηνοθεσία της, η Έλλης Παπακωνσταντίνου, δίχως να ενδώσει στο φορμαλισμό κι αποφεύγοντας το ψυχολογικό ρεαλισμό, επέλεξε τη γραμμή ενός λοξού θεατρικού παιχνιδιού, στα όρια του γκροτέσκο. Ίσως, ωστόσο, μπορούσε, με ένα δραστικό «κόψιμο» ή μια ανασύνθεση του έργου, να αναδείξει περαιτέρω την υβριδική performative διάστασή του. Ο Αλέκος Συσσοβίτης παίζει με πηγαία ενέργεια στο πλευρό της Μάνιας Παπαδημητρίου, η οποία αποδεικνύει περίτρανα πόσο σπουδαία ηθοποιός είναι: ένα «παιδί» που κουβαλά στις πλάτες του θαρρείς την ίδια την προϊστορία του θεατρίνου.
FAUST Αθηναίδος 12 & Καλαμιώτου 11, 2103234095. Διάρκεια: 100΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Κραυγή
Ο Φελίς και η Κλερ, ηθοποιοί και αδέρφια στη ζωή, χάνουν τα όρια ανάμεσα στην πραγματικότητα και την ψευδαίσθηση.