Μια οπτικοακουστική φαντασμαγορία, ανοικονόμητη σε σκηνοθετικά και σκηνογραφικά ευρήματα. Η παράσταση του Γιάννη Κακλέα «διαβάζει» τον Αριστοφάνη σαν ένα νεο-λαϊκό υπερθέαμα βουτηγμένο στην ατμόσφαιρα μιας μελαγχολικής ουτοπίας γεμάτης αλλόκοτα και φαντεζί ενσταντανέ.
Έγραφα την προηγούμενη εβδομάδα, με αφορμή τις «Τρωάδες» του Ευριπίδη διά χειρός Σωτήρη Χατζάκη, για την προβληματική σκηνοθετική θέση που πρεσβεύει πως προέχει το «άκουσμα» του έργου. Η «θέση» αυτή μεταφράζεται σε αμήχανες παραστάσεις μουσειακής αντίληψης και φιλολογικής περιγραφικότητας. Οι «Αχαρνής» του Αριστοφάνη από τον Γιάννη Κακλέα θεμελιώνονται σε μια διαμετρικά αντίθετη, αλλά εξίσου προβληματική θέση: εκείνη που προασπίζεται την αναίτια εκκεντρικότητα της όψης εις βάρος του έργου.
Πολικές αρκούδες, χρυσοποίκιλτα άρματα, ΜΑΤ με αντιασφυξιογόνες μάσκες, golden boys με χαρτόκουτα για κεφάλια, μαύρες νύφες και κλαρινογαμπροί παρελαύνουν από τη σκηνή μαζί με τους εξίσου εξεζητημένα μεταμφιεσμένους πρωταγωνιστές (κοστούμια: Εύα Νάθενα). Ο Κακλέας, όπως κάθε φορά που καταπιάνεται με έργο του Αριστοφάνη, αντιμετωπίζει τους «Αχαρνής» σαν μια οπτικοακουστική εξτραβαγκάντσα, ένα grand kitch θέατρο της εικόνας που φλερτάρει με το ultra pop αμερικανικό μιούζικαλ, τη δυστοπία της επιστημονικής φαντασίας, το βενετσιάνικο καρναβάλι, την μπαρόκ όπερα και τα κόμικς. Εδώ εισάγει έναν πρόλογο από τον Θουκυδίδη, παρεμβάλλει ένα-δυο ακτιβιστικά συνθήματα, ολοκληρώνει με ένα ποίημα του Τάσου Λειβαδίτη και υιοθετεί μια συνθήκη οπτικοακουστικής υπερδιέγερσης, τυλιγμένης όμως σε έναν πέπλο μελαγχολίας.
Η λογική του μόνο αβάσιμη δεν είναι. Εφαρμόζεται όμως τόσο εκκωφαντικά, ώστε αποπροσανατολίζει από τους θεματικούς πυρήνες του έργου, δίχως να εξάγει νέα συμφραζόμενα από αυτούς. Η σκηνική δράση διογκώνεται ανούσια, το κέντρο βάρους χάνεται και η ασάφεια κερδίζει έδαφος. Οι κωμωδίες του Αριστοφάνη είναι ούτως ή άλλως ένα σύνθετο είδος, ένα μετα-θέατρο γεμάτο διακειμενικές αναφορές (λ.χ. στον Ευριπίδη) και αυτοαναφορικά σχόλια. Οι πολύσημοι και αμφίσημοι «Αχαρνής» γράφτηκαν εν μέσω Πελοποννησιακού Πολέμου από τον εικοσάχρονο τότε Αριστοφάνη, ο οποίος –με πόση τρέλα και θάρρος!– μιλά για τις κωμικοτραγικές περιπέτειες ενός αγρότη ο οποίος επιθυμεί την ειρήνη και, μη βρίσκοντας άλλον τρόπο, συνάπτει ιδιωτικό ειρηνευτικό συμφωνητικό.
Ο Βασίλης Χαραλαμπόπουλος ερμηνεύει με σκηνική ευγένεια, αλλά μονόχορδα τον ειρηνοποιό Δικαιόπολι. Υιοθετεί ρομαντικούς τόνους, συναίσθημα και σκέρτσο, όπως περίπου όταν ερμήνευε έναν άλλον πρεσβευτή της ουτοπίας σε σκηνοθεσία Κακλέα, τον Σιρανό. άλλο ήθος όμως, άλλη διάνοια και άλλο ύφος επιτάσσει κάθε ρόλος. Εν τω μεταξύ, η συμπαθητική παρουσία του ίδιου και των αξιόλογων συμπρωταγωνιστών του (Άρης Σερβετάλης, Φάνης Μουρατίδης, Λεωνίδας Καλφαγιάννης και Χρήστος Χατζηπαναγιώτης) συνθλίβεται μες στον ορυμαγδό των σκηνογραφικών ευρημάτων (σκηνικά: Μανόλης Παντελιδάκης) και στη γενικευμένη οχλοβοή, με τους υψηλούς φωνητικούς τόνους, το πέρασμα της ατάκας σαν να είναι σλόγκαν και την υπερβολική χρήση της μουσικής (Σταύρος Γασπαράτος).
Στα μειονεκτήματα εμπίπτει και η παρουσίαση σχεδόν όλων των αντιπαθητικών προσώπων σαν τρυφηλών ομοφυλόφιλων. Δεν ακυρώνω τη συνολική πρόθεση. η επιμονή του Γιάννη Κακλέα να αναζητά μια προσωπική φόρμουλα για τις αριστοφανικές κωμωδίες μπορεί κάποια στιγμή να αποφέρει μια παράσταση-υπόδειγμα. Και αυτό θα είναι μεγάλο κέρδος.
Η παράσταση περιοδεύει στα ανοιχτά θέατρα των δήμων της Αττικής.
Περισσότερες πληροφορίες
Αχαρνής
Μεσούντος του Πελοποννησιακού Πολέμου, ο Αριστοφάνης θέλησε να μιλήσει ξανά για την ειρήνη, βάζοντας τον Δικαιόπολι να συνάψει ιδιωτικό συμφωνητικό ειρήνης, καθώς βαρέθηκε τα δεινά του πολέμου με τη Σπάρτη.