Το περίφημο κοινωνικό παραμύθι του Μπρεχτ, σκηνοθετημένο σαν οικογενειακό θέαμα διδακτικής συγκίνησης με προωθημένες σκηνικές λύσεις, αλλά όχι ισορροπημένο. Έξοχοι οι Πρωτόπαππα και Λιγνάδης, οδηγοί του αισθήματος οι Ελύτης (μετάφραση) και Χατζιδάκις (μουσική).
«Σπουδαίο κλέφτη» έχουν αποκαλέσει τον Μπρεχτ αρκετοί μελετητές του, κρίνοντας τις καινοτομίες του γνωστές από παλιά. Εξίσου σπουδαίος στη συλλογή δανείων αποδεικνύεται ο Κωνσταντίνος Μαρκουλάκης – και αυτό το γράφω δίχως ίχνος ειρωνείας. Ο τρόπος με τον οποίο αντιμετώπισε τον Μπρεχτ φανερώνει μελέτη, μεταμοντέρνα τόλμη και κάποια ευγενή δάνεια. Υπάρχουν δηλαδή σκηνές που παραπέμπουν στους συγκινησιακούς κώδικες του Νίκου Καραθάνου και άλλες στο ροκ-μιούζικαλ ιδίωμα του Γιάννη Κακλέα, ενώ οι αναφορές του εκτείνονται από το «Θωρηκτό Ποτέμκιν» (το καροτσάκι που κατρακυλά) μέχρι την επιθεώρηση (ο γκέι ανιψιός).
Μολονότι υστερεί στο οργανικό δέσιμο της πανσπερμίας ιδεών και σε αισθητική, υφολογική κι ερμηνευτική ισορροπία, στήνει ένα μπρεχτικό υπερθέαμα ανοικονόμητο, αλλά ευφάνταστο, έμπλεο συγκίνησης και κριτικής σκέψης, συντεθειμένο από ωραίες πρώτες ύλες της δραματικής τέχνης (ζωντανά ταμπλό, θέατρο σκιών, παιγνιώδεις αυτοσχεδιασμοί και αντι-ρεαλιστική διάθεση), με μια ικανότατη διευθέτηση των σκηνών πλήθους παρά τον άνισο 19μελή θίασο.
Διακριτική όσο και καθοριστική είναι η παρουσία του Δημήτρη Λιγνάδη. Καθηλωμένος σε αναπηρικό καροτσάκι σαν βετεράνος πολέμου, με ένα μπομπινόφωνο στην αγκαλιά που παίζει τις μελωδίες του Μάνου Χατζιδάκι από την πρώτη παρουσίαση του «Κύκλου» στο Θέατρο Τέχνης το 1957, τις σιγοντάρει ρομαντζάροντας με τη βελούδινη φωνή του και προάγει το μύθο προσδίδοντας ειδικό βάρος στα σημεία που αρμόζει. Από κοινού με τη Μαρία Πρωτόπαππα συνιστούν τον άξονα της παράστασης.
Η τελευταία φωτίζει πολύπλευρα το ρόλο της Γκρούσα: ταυτίζεται με τη λαϊκότητά του, τονίζει την πολιτική του διάσταση και δίνει με τη σωματικότητα «γερού σκαριού» και τις εκφραστικές της ποικιλίες έναν πλήρη ορισμό της «κοινωνικής μητρότητας», παρουσιάζοντας έναν άνθρωπο που ενδίδει σε αυτό που ο Ελύτης μεταφράζει ευφυώς ως «ο πειρασμός της καλοσύνης»: διασώζει το βρέφος που εγκατέλειψε η φυσική του μητέρα και αφέντισσά της. Σε αυτόν το ρόλο, η Ελισάβετ Μουτάφη είναι σαρωτική άμα τη εμφανίσει, αλλά εντέλει μονοδιάστατη: παρουσιάζει τη βιολογική μητέρα ως μια φιλοχρήματη μέγαιρα, ένα καρτουνίστικο συνδυασμό Μαντάμ Σουσού και Κρουέλα ντελ Βιλ. Πληθωρικός είναι ο Αιμίλιος Χειλάκης ως δικαστής Αζντάκ: περιγράφει νατουραλιστικά κι επιδεικνύει γλαφυρά το «σχήμα» του ρόλου.
Άλλοτε τον παρωδεί στα όρια του φαρσοκωμικού και άλλοτε τον οδηγεί στο μελόδραμα, όπως στο ατυχές συναισθηματικο-πατριωτικό σκηνοθετικό εύρημα με τη γριούλα. Συνολικά οι σκηνές του δικαστηρίου ξεχειλώνουν σε διάρκεια και αποσυντονίζονται υφολογικά, διολισθαίνοντας σε μοτίβα φασαριόζικων σκετς. Το σκηνικό-εργοτάξιο της Λίλης Πεζανού είναι μια κοινότοπη πλέον, μεταμοντέρνα λύση, εδώ κακότεχνα δοσμένη και άτεχνα υπερφωτισμένη από τον Νίκο Βλασόπουλο. Ο Μπρεχτ ενθάρρυνε μεν την αποκάλυψη του «μηχανισμού» της σκηνής, αλλά μάλλον δεν εννοούσε κάτι τέτοιο. Παρόλα αυτά, κάποια σκηνικά στοιχεία είναι έξοχα (η κρεμαστή γέφυρα, τα ριντό που πέφτουν κ.ά.). Διατηρώ, τέλος, τις επιφυλάξεις μου –όπως και στον «Πουπουλένιο»– για το αν ήταν απαραίτητη η συμμετοχή ενός ανήλικου στην παράσταση.
ΠΑΛΛΑΣ Βουκουρεστίου 5, 2103213100. Διάρκεια: 165΄.
Περισσότερες πληροφορίες
Ο κύκλος με την κιμωλία
Μια υπηρέτρια διασώζει τον νεαρό διάδοχο του άρχοντα, τον οποίο η μητέρα του εγκατέλειψε προκειμένου να σωθεί από τους επαναστάτες. Κάποια στιγμή όμως εκείνη επιστρέφει και διεκδικεί τον γιο της